Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Κυβέρνηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών

Κυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, με ενισχυμένο τον κ. Βενιζέλο κι επανεμφάνιση των υπουργών της προηγούμενης περιόδου. Μετά από τρία χρόνια Μνημονίων και κοινωνικής αναταραχής, επέστρεψαν οι πολιτικοί που πριν δεν τολμούσαν να βγουν από το σπίτι τους. Κυριάρχησε η πιο χρεοκοπημένη μορφή του πολιτικού συστήματος.

Υπό την αιγίδα της Τρόικα, η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει πιστά το μνημονιακό πρόγραμμα ώστε να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, να επιτευχθεί αυτός ο υπέρτατος εθνικός στόχος που κατοχυρώνει την ευρωπαϊκή μας πορεία. Θα περικόψει το δημόσιο, θα μειώσει κι άλλο τους μισθούς, θα ευνοήσει ακόμη περισσότερο τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα θα επιχειρήσει να πείσει τους εταίρους μας ότι πλέον είμαστε καλοί μαθητές, κι αυτοί θα μας μειώσουν το χρέος και ίσως συγκατανεύσουν στη χαλάρωση της λιτότητας.

Στην πράξη η Ελλάδα θα συνεχίσει να βολοδέρνει στη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή που γνώρισε ποτέ εν ειρήνη. Μια ματιά στην κεντρική σελίδα της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι όλοι οι οικονομικοί δείκτες έχουν αρνητικό πρόσημο, με εξαίρεση την τεράστια ανεργία. Οι συνθήκες ζωής στις εργατικές περιοχές γίνονται συνεχώς χειρότερες: διατροφική ανεπάρκεια, κατάρρευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, αποδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Υπάρχουν γειτονιές όπου όσοι έχουν δουλειά ντρέπονται να το πούνε. Και μέσα σ’ αυτήν τη θεομηνία, τα ανώτερα στρώματα δεν έχουν νιώσει σχεδόν καθόλου την κρίση στο εισόδημά τους, ή στον πλούτο τους.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Has capitalism failed the world?

O Κώστας Λαπαβίτσας συμμετέχει σε δημόσια συζήτηση στο Oxford Union με τον Adair Turner πρώην διευθυντή του βρετανικού Financial Services Authority στη σειρά Head to Head του Al Jazeera English. Το θέμα είναι η αποτυχία του καπιταλισμού και ο ρόλος του πιστωτικού συστήματος. Ο  Adair Turner είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες και ρηξικέλευθες φωνές του βρετανικού κατεστημένου. Οι θέσεις του δείχνουν τα όρια του σημερινού επίσημου ριζοσπαστισμού στη Βρετανία, αλλά και γενικότερα.


Ελληνικών μισθών συνέχεια


Χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε νέο δείκτη μισθών για την ελληνική οικονομία. Ο δείκτης καλύπτει ουσιαστικά ολόκληρο τον ιδιωτικό τομέα, εκτός από τον πρωτογενή τομέα και τους τομείς υγείας και εκπαίδευσης. Περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθάριστων αμοιβών των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και σχηματίζεται στη βάση διεθνών προδιαγραφών, άρα μάλλον έχει αξιοπιστία.

Στο διάγραμμα φαίνονται οι ετήσιες μεταβολές του δείκτη (τρίμηνο προς τρίμηνο) μετά το 2006. Χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία του γιατί δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί εποχικές προσαρμογές, ούτε προσαρμογές ως προς τον αριθμό των εργάσιμων ημερών. Δεδομένου δε ότι διάφορες αμοιβές καταβάλλονται συνήθως το τέταρτο τρίμηνο κάθε έτους, οι μεταβολές εκείνου του τριμήνου είναι διογκωμένες.


Ετήσιες Μεταβολές Δείκτη Μισθών Ιδιωτικού Τομέα (τριμηνιαία βάση, %)

 

Πηγή: Ελ.Στατ.


Υπήρξε σταθερή, αλλά μέτρια, αύξηση μισθών το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς η πλασματική ευμάρεια της περιόδου πλησίαζε προς το τέλος της. Οι μισθοί μειώθηκαν λίγο το πρώτο τρίμηνο του 2009, όταν η παγκόσμια ύφεση χτύπησε τη χώρα μας. Αυτό όμως που κατόπιν ακολούθησε ήταν εντυπωσιακό: εκτίναξη των μισθολογικών αυξήσεων του ιδιωτικού τομέα μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2010.

Πρόκειται για την εποχή της ‘θωρακισμένης οικονομίας’ στο απάνεμο λιμάνι του ευρώ, όταν ελάχιστοι στη χώρα είχαν αντίληψη του τι πραγματικά συνέβαινε. Ακριβώς τότε η ελληνική αστική τάξη, λειτουργώντας μέσα σε πλαίσιο εύκολης πίστωσης, εν μέρει από το εξωτερικό, έχασε τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Από την άλλη, η κυβέρνηση Καραμανλή με τη χαρακτηριστική της δειλίααλλά και η κυβέρνηση Παπανδρέου με το ‘λεφτά υπάρχουν’, είχαν από καιρό χάσει τον έλεγχο του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο τομέα. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ καταρρακώθηκε τελειωτικά.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα όσον αφορά την ελληνική κρίση. Δεν είναι αλήθεια ότι στον ιδιωτικό τομέα υπήρχαν σκληρές συνθήκες αποτελεσματικότητας και περιορισμού του κόστους σε αντίθεση με τον σπάταλο δημόσιο τομέα. Ούτε φταίνε φυσικά οι εργαζόμενοι οι οποίοι κάλυψαν κάποια από τη μισθολογική απόσταση από τους εργαζόμενους της υπόλοιπης Ευρώπης. Υπάρχει συνολική αποτυχία της ελληνικής αστικής τάξης όσον αφορά το μισθολογικό κόστος και του ιδιωτικού αλλά και το δημόσιου τομέα. Εκεί βρίσκεται ο πραγματικός υπεύθυνος της κρίσης.

Και μετά ήρθε το Μνημόνιο που 'έσωσε' την Ελλάδα κρατώντας τη στο ευρώ. Ακολούθησε πραγματική συντριβή των μισθών του ιδιωτικού τομέα (και του δημόσιου που όμως δε φαίνεται εδώ), η οποία μάλιστα επιταχύνθηκε χρόνο με το χρόνο. Το 2013 - αν και τα στοιχεία βασίζονται ακόμη σε εκτιμήσεις - προδιαγράφεται ως το χειρότερο της μνημονιακής εποχής. Τα αίτια είναι ξεκάθαρα: μείωση του βασικού μισθού, κατάλυση οποιασδήποτε έννοιας συλλογικότητας στις διαπραγματεύσεις και, πάνω από όλα, τεράστια ανεργία που συνθλίβει τις αντιστάσεις και τρομοκρατεί τους εργαζόμενους.

Δε χρειάζονται κροκοδείλια δάκρυα από πλευράς κυβερνώντων για την ‘κακιά ύφεση’ που προέκυψε αναπάντεχα. Η μείωση των μισθών ζητήθηκε ανοιχτά από την Τρόικα ως ο μόνος τρόπος για να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι δε μπορούσε να γίνει υποτίμηση. Αυτό ακριβώς ήταν το περιεχόμενο της ‘εσωτερικής υποτίμησης’ την οποία υπερασπίζονταν τόσοι και τόσοι το 2010-11. Η ελληνική αστική τάξη τη δέχτηκε ασμένως γιατί αυτές είναι οι παραδόσεις της: άγρια μισθολογική εκμετάλλευση με σκοπό την αύξηση του κέρδους.

Μόνο που η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας με αυτόν τον τρόπο συντρίβει την εγχώρια ζήτηση και άρα επιτείνει τις τραγικές συνθήκες ύφεσης που βιώνει η κοινωνία. Κι επειδή συμβαίνει αργά και μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ, όπου τον τόνο θέτει το χαμηλό γερμανικό κόστος, δε βελτιώνει ουσιαστικά τη διεθνή θέση της χώρας. Η Ελλάδα είναι πιασμένη στο δόκανο της ‘εσωτερικής υποτίμησης’.

Το επόμενο διάστημα θα έχουμε εκ νέου ένταση της προπαγάνδας περί ελληνικού θαύματος την οποία κυνικά καλλιεργεί η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Η σκληρή πραγματικότητα είναι αυτή που μας δείχνουν τα μισθολογικά στοιχεία. Να δούμε πόσο θα αντέξει η ελληνική κοινωνία.


Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε;



Από την πρώτη στιγμή η Τρόικα και η εγχώρια παράταξή της μιλούν για μεταρρυθμίσεις θέλοντας να νομιμοποιήσουν τα όσα έχουν κάνει. Συχνά εννοούν πρακτικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα την ηλεκτρονική στήριξη του φορολογικού συστήματος, ή τις μεταβολές στο οργανόγραμμα διαφόρων υπουργείων. Τέτοιες τεχνικές βελτιώσεις στη λειτουργία του κράτους προσδίδουν αίγλη στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων, αλλά φυσικά δεν είναι αυτό που εννοεί η κυβέρνηση Σαμαρά. Άλλου είδους αλλαγές έχουν στο μυαλό τους οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού.

Είναι καταρχήν εντυπωσιακή η μεταβολή στην πολιτική χρήση του όρου ‘μεταρρύθμιση’, ο οποίος ανήκει κυρίως στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αριστεράς. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, μέλος του προσωπικού κύκλου των Μαρξ και Ένγκελς, έγραψε ένα περίφημο βιβλίο ισχυριζόμενος ότι η βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για κοινωνική πρόοδο. Στο ‘ρεφορμισμό’ του Μπερνστάιν αντιτάχθηκε το ‘επαναστατικό’ ρεύμα που, χωρίς να διαφωνεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, ισχυρίστηκε ότι μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να φέρει πραγματική κοινωνική πρόοδο και σοσιαλισμό.

Για το συντηρητικό στρατόπεδο, από την άλλη, ο όρος ‘μεταρρύθμιση’ ήταν παραδοσιακά προβληματικός. Ο συντηρητικός κοιτάει δύσπιστα τις μεταρρυθμίσεις και απορρίπτει ολοσχερώς την ιδέα της επανάστασης. Είναι επίσης αλλεργικός προς την κοινωνική μηχανική, δηλαδή την προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα μέσω συνειδητής παρέμβασης από το κράτος. Η κοινωνία έχει ένα θεσμικό και αξιακό πυρήνα που προκύπτει από οργανική εξέλιξη και δε χρειάζεται ευφάνταστες μεταβολές.

Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχει φέρει τα πάνω κάτω, μετατρέποντας το συντηρητικό στρατόπεδο σε υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων και κάνοντας την Αριστερά να εμφανίζεται ως δύναμη παρωχημένη. Η μεταστροφή ήταν εξαιρετικά εμφανής στη νεολαία που πλέον κοιτάει δύσπιστα την Αριστερά, ενώ ιστορικά ήταν η κύρια πηγή της δύναμής της. Ο πυρήνας του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού έχει δύο χαρακτηριστικά.

Το πρώτο είναι η απόλυτη πεποίθηση ότι το ‘ιδιωτικό είναι καλό, ενώ το δημόσιο είναι κακό’. Ή, αν θέλετε, ‘η αγορά είναι καλή, ενώ το κράτος είναι κακό’. Τι κι αν πλήθος επιστημονικών έργων έχουν καταδείξει ότι τα δίπολα αυτά είναι κενά περιεχομένου; Τι κι αν η απλή ιστορική εμπειρία, με κυρίαρχο παράδειγμα την Κίνα, πιστοποιεί ότι ο δημόσιος τομέας και το κράτος παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη; Ο νεοφιλελεύθερος ‘ξέρει’ ότι το δημόσιο πρέπει να περιοριστεί.

Το δεύτερο είναι η εξίσου απόλυτη πεποίθηση ότι για να υπάρξει οικονομική πρόοδος χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στο χώρο της εργασίας. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει χαμηλότερους μισθούς και χειρότερες συνθήκες εργασίας. Τι κι αν σειρά ερευνητών έχουν δείξει ότι το αποτέλεσμα συνήθως είναι πτώση της ζήτησης, μεγαλύτερη ανισότητα, υψηλή ανεργία και χαμηλή ανάπτυξη; Ο νεοφιλελεύθερος ‘ξέρει’ ότι πρέπει να επιβληθεί πόνος στον κόσμο της εργασίας για να υπάρξει πρόοδος.

Εν ολίγοις, το περιεχόμενο του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού που επιχειρείται να επιβληθεί με το έτσι θέλω στη χώρα μας, φτάνοντας ακόμη και σε άμυαλες ακρότητες τύπου ΕΡΤ, είναι η βίαιη μεταβολή της κοινωνικής ισορροπίας υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας. Θα αποδιαρθρώσει το κράτος πλήττοντας την κοινωνική πρόνοια στην υγεία, την παιδεία, τη στέγαση και ούτω καθεξής, ενώ θα φέρει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και άρα χαμηλότερα εισοδήματα για τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα. Πρόκειται για παράδειγμα κοινωνικής μηχανικής που επιβάλλεται από τα πάνω και ζημιώνει σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Συνεπώς απαιτεί ολοένα και πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, ακόμη και ευθεία άρνηση της δημοκρατίας.   

Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να μεταβάλλουν το κοινωνικό ισοζύγιο στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή υπέρ της εργασίας. Για παράδειγμα:

Είναι απαραίτητο να εξορθολογιστεί ο τομέας της διανομής περιορίζοντας αποφασιστικά την ισχύ των πολυεθνικών που ακόμη και τώρα χρεώνουν πολύ υψηλές τιμές.  

Πρέπει να επιβληθεί δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος επί των αποτυχημένων ιδιωτικών τραπεζών, που επιβιώνουν μόνο χάριν στη γαλαντομία του ελληνικού λαού.

Απαραίτητη είναι και η δραστική μεταρρύθμιση στο φορολογικό πεδίο, ώστε να αρχίσει να επιτελείται η αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου που χρειάζεται η Ελλάδα.

Τίποτε από όλα αυτά δε πρόκειται βέβαια να γίνει αν δεν υπάρξει εκ βάθρων κάθαρση της κρατικής μηχανής.


Το πρόβλημα δεν είναι να πειστούν οι Έλληνες ότι η χώρα χρειάζεται ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Ποιός δεν το βλέπει άλλωστε; Το πρόβλημα είναι να υπάρξουν εφαρμόσιμες προτάσεις που θα πείθουν την πλειοψηφία, ενώ παράλληλα θα βάζουν τη χώρα σε δρόμο βαθιάς κοινωνικής αλλαγής. Η φυσική πολιτική δύναμη που πρέπει να καταθέσει τέτοιες προτάσεις είναι η Αριστερά, η οποία έχει και την πλουσιότερη παράδοση στο θέμα. Το ερώτημα είναι αν θα τα καταφέρει. 


Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Κρατική ραδιοτηλεόραση και αδίστακτη κυβέρνηση


Μόνο με βίαιο και στην ουσία δικτατορικό τρόπο μπορεί να αλλάξει το ελληνικό δημόσιο, μας πληροφόρησαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αν δεν έπαιρνε γενναίες αποφάσεις, η ΕΡΤ θα παρέμενε εσαεί «προπύργιο αδιαφάνειας και σπατάλης» γιατί τα περιβόητα συνδικάτα δεν θα επέτρεπαν αλλαγές.

Τι λέει όμως η ετήσια έκθεση της ΕΡΤ για τη «χρήση του 2011», δηλαδή η οικονομική της εικόνα ως ανώνυμης εταιρείας που περιλαμβάνει ισολογισμό, κερδοφορία, ακίνητη περιουσία, διοικητική δομή, προσωπικό, κλπ.;

Η έκθεση αυτή είναι η πρώτη που γίνεται με βάση τα πρότυπα της ΕΕ. Μας λένε λοιπόν οι ορκωτοί λογιστές ότι η ΕΡΤ είχε οριακή μείωση των εσόδων της από 337 σε 319εκ, για την οποία ευθύνεται η πτώση των διαφημίσεων και των χορηγιών από 29 σε 13εκ. Η πτώση αυτή είναι κοινή για όλον τον τομέα των ΜΜΕ και οφείλεται φυσικά στη βαθιά ύφεση που γνωρίζει η χώρα, με κύριο θύμα τα ιδιωτικά κανάλια που παρουσιάζουν μεγάλες ζημίες. Η ΕΡΤ όμως είναι δημόσια εταιρεία, η οποία βασίζεται στα περίπου 300εκ ετήσια έσοδα από το ανταποδοτικό τέλος. Άρα η πτώση διαφημίσεων και χορηγιών έχει περιορισμένη σημασία για τη βιωσιμότητα και τη λειτουργία της. Επιπλέον έχει αμελητέα τραπεζικά χρέη, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά κανάλια που έχουν τεράστια βάρη χρεών. Ο δανεισμός της έχει τη μορφή κυρίως εμπορικής πίστωσης, ενώ δεν αντιμετωπίζει συναλλαγματικό κίνδυνο αφού οι δραστηριότητές της είναι σε ευρώ.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της έκθεσης όμως είναι ότι η ΕΡΤ αύξησε τα κέρδη της, μετά τους φόρους, από 20 σε 42εκ, παρά την πτώση των εσόδων της. Σε τι οφείλεται αυτή η επιτυχία;

Η λόγος είναι προφανής: η ΕΡΤ μείωσε το λειτουργικό της κόστος, το οποίο είναι κυρίως κόστος μισθοδοσίας που έπεσε από 140 σε 121εκ, ή αναλογικά από 42% σε 38% επί των εσόδων. Πως όμως έπεσε τόσο δραστικά το κόστος μισθοδοσίας μέσα σε ένα χρόνο σ’ αυτό το «προπύργιο αδιαφάνειας και σπατάλης»; Ο πίνακας μας δίνει την απάντηση:



31.12.2010
31.12.2011
Μισθωτοί αορίστου χρόνου
3127
2818
Μισθωτοί ορισμένου χρόνου
99
574
Σύνολο
3226
3392


Η ΕΡΤ μέιωσε το λειτουργικό της κόστος αλλάζοντας άρδην τη σύνθεση του προσωπικού της μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Συνεχίζει να έχει υψηλό αριθμό εργαζομένων, αλλά μείωσε δραστικά τους μόνιμους εργαζόμενους και διόγκωσε εξαιρετικά τους μισθωτούς ορισμένου χρόνου που λαμβάνουν γλίσχρες αμοιβές. Η υπερεκμετάλλευση αυτών των εργαζομένων έφερε την αύξηση των κερδών. Η ΕΡΤ αλλάζει και γρήγορα μάλιστα, αν και εις βάρος μεγάλου μέρους του προσωπικού της.

Συνοπτικά, λοιπόν, η ΕΡΤ είναι η μεγαλύτερη εταιρεία των ελληνικών ΜΜΕ, με σημαντικό μερίδιο τηλεθέασης (περίπου 13% συνολικά, δηλαδή ΝΕΤ, ΕΤ1, ΕΤ3). Μόνο το MEGA και ο Antenna έχουν μεγαλύτερα μερίδια, 20% και 17% αντίστοιχα, δηλαδή όχι ιδιαίτερα μεγαλύτερα αν αναλογιστεί κανείς τη διαφορά στην ποιότητα των προγραμμάτων. Σε αντίθεση επίσης με τα ιδιωτικά κανάλια, η ΕΡΤ είναι κερδοφόρα. Έχει όμως σχετικά υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων ως προς τις πωλήσεις της σε σύγκριση με τα ιδιωτικά κανάλια. Σε σημαντικό βαθμό αυτό οφείλεται στις υψηλές τεχνολογικές της δυνατότητες σε σχέση με τα ιδιωτικά κανάλια, όπως και στη συνταγματική της υποχρέωση να καλύπτει όλον τον ελλαδικό χώρο. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οφείλεται και σε σχέσεις νεποτισμού τις οποίες πρώτοι καλλιέργησαν οι έλληνες πολιτικοί που τώρα κόπτονται για τις «μεταρρυθμίσεις».

Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η δικτατορική παρέμβαση της κυβέρνησης δεν έχει να κάνει με την ίδια την ΕΡΤ ως εταιρεία. Η ΕΡΤ έχει ήδη δραστικά αλλάξει τη σύνθεση του εργατικού της δυναμικού με αθρόες προσλήψεις εργαζομένων σε συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης. Αλλά ακόμη και αν το πρόβλημα ήταν οι προσλήψεις υψηλόμισθων μέσω πολιτικών επαφών, ο χειρότερος τρόπος για να λυθεί είναι να κλείσει η ΕΡΤ με το έτσι θέλω και να ξανανοίξει όταν αποφασίσει η κυβέρνηση και με σαφώς μικρότερο αριθμό εργαζομένων. Με τις σημερινές συνθήκες στην αγορά εργασίας, ο φορέας που θα προκύψει θα είναι απολύτως ελεγχόμενος και η επάνδρωσή του θα είναι η αποθέωση του πολιτικού μέσου.

Η κυβέρνηση προχώρησε σε αυτήν την κίνηση όχι λόγω της ίδιας της ΕΡΤ, αλλά επειδή το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων καταρρέει, τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται σημαντικά του στόχου και η Τρόικα απαιτεί την άμεση απόλυση δημοσίων υπαλλήλων. Παρά τις σχεδόν υστερικές διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία και είναι στα πρόθυρα οικονομικού θαύματος, η χώρα αποσυντίθεται και οι προοπτικές ανάπτυξης είναι μηδαμινές.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση παίρνει όλο και πιο ακραία και αντιδημοκρατικά μέτρα θέλοντας να μεταβάλλει την κοινωνική ισορροπία ακόμη περισσότερο εναντίον των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Ο άμεσος στόχος της είναι επίσης να προχωρήσουν παρόμοιες αλλαγές στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Στην περίπτωση της ΕΡΤ όμως ο υπολογισμός της αποδείχθηκε λανθασμένος, η προσβολή στις δημοκρατικές ευαισθησίες του ελληνικού λαού ήταν πολύ μεγάλη και η αντίδραση  - εγχώρια και διεθνής - εντονότατη.

Δύο βήματα έχουν μεγάλη σημασία τη στιγμή αυτή. Το πρώτο είναι να υπάρξει ενίσχυση των εργαζομένων της ΕΡΤ με νέες μορφές αυτοοργάνωσης, στήριξης από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αλλά και από τους οργανωμένους εργατικούς φορείς. Η ΕΡΤ μπορεί να αποδειχθεί ο καταλύτης που θα αναζωογονήσει τις λαϊκές αντιδράσεις στα όσα τραγικά συνεχίζουν να συμβαίνουν. Το δεύτερο είναι να υπάρξει αλλαγή της ισορροπίας στο πεδίο της «μεγάλης πολιτικής». Η κυβέρνηση αυτή είναι καταστροφική για τη χώρα, αδίστακτη, ετοιμόρροπη και ολοένα και πιο αντιδημοκρατική. Όσο πιο γρήγορα πέσει τόσο πιο γρήγορα θα μπορεί να ελπίσει η κοινωνία.



Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

"Hollande needs to think again"

 

Professor of economics at SOAS, tells CNBC that "no matter what politicians are saying Greek debt is unsustainable and French president Francois Hollande needs to think again".


Η άνοδος και η πτώση της λιτότητας

Η κρίση του 2007-9 ήταν μεγάλο πλήγμα για τους διαμορφωτές οικονομικής πολιτικής. Για δύο σχεδόν δεκαετίες είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι δομικές κρίσεις συμβαίνουν μόνο σε χώρες όπου οι θεσμοί είναι αδύναμοι και η διαφθορά βαθιά. Οι ώριμες χώρες έχουν ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα, απαλλαγμένη από την πίεση των πολιτικών, που ασκεί αυστηρό έλεγχο στο χρήμα και κρατάει τον πληθωρισμό χαμηλά. Η οικονομία σταθεροποιείται, η παραγωγικότητα ανεβαίνει, τα εισοδήματα αυξάνονται σταθερά, το μέλλον είναι ρόδινο.

Βέβαια, υπήρχε ο ‘μάγος’ Άλαν Γκρίνσπαν της Φεντ που κάθε τόσο δημιουργούσε και μια φούσκα στις χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχοντας αφειδώς ρευστότητα στις τράπεζες κι αφήνοντας τα ‘γκόλντεν μπόις’ να κερδοσκοπήσουν ελεύθερα. Μικρό όμως το πρόβλημα, αφού ο πληθωρισμός παρέμενε χαμηλός και κάθε νέα φούσκα μάζευε τα αποκαΐδια της προηγούμενης. Από φούσκα σε φούσκα, λοιπόν, καταλήξαμε στην τεράστια κρίση του 2007-9 που κόντεψε να τσακίσει την παγκόσμια οικονομία.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Τα σαγόνια του καρχαρία και το ΔΝΤ

Δεν έχει τύχη τελικά η επικοινωνιακή επίθεση της κυβέρνησης. Όλα όσα λέει για το τέλος της κρίσης, τη διαφαινόμενη ανάκαμψη και την ανταμοιβή του ελληνικού λαού για τις θυσίες του, συνεχώς αποδεικνύονται κούφια λόγια. Τελευταία ψυχρολουσία τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για το πρώτο τρίμηνο του 2013 που μόλις ανακοίνωσε η Ελ.Στατ.

Στις 15 Μαΐου, καθώς η κυβερνητική εκστρατεία αισιοδοξίας επιταχυνόταν, η Ελ.Στατ. δημοσιοποίησε τη ‘γρήγορη’ εκτίμηση της για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του 2013 που έδειχνε συρρίκνωση 5.3% σε ετήσια βάση. Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι μηχανισμοί και δήλωσαν ότι ήταν ‘μόνο’ 5.3%, άρα η συρρίκνωση επιβραδύνεται. Φως στο τούνελ! Από κοντά και οι βαθυστόχαστοι ερευνητές των τραπεζών με τα τριμηνιαία δελτία τους μας πληροφόρησαν ότι, αυτό ήταν, περνάμε πλέον σε χαμηλότερους ρυθμούς συρρίκνωσης του ΑΕΠ, τα επόμενα τρίμηνα η συρρίκνωση θα επιβραδυνθεί κι άλλο και θα περάσουμε, επιτέλους, σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014. Το πρόγραμμα είναι μεν οδυνηρό, αλλά φέρνει αποτελέσματα.


Είναι άξια θαυμασμού η εκστρατεία του μνημονιακού στρατοπέδου γιατί στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία παραμένει σε βαθύτατη ύφεση και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η κατάσταση αλλάζει ουσιαστικά. Δε χρειάζεται να πάμε μακριά για να βεβαιωθούμε. Μας το λέει η Ελ.Στατ. Δυστυχώς για τους κράχτες της αισιοδοξίας, τα Μνημόνια είχαν και ορισμένα ατυχή παράπλευρα αποτελέσματα. Σε παλιότερες εποχές, βλέπετε, η στατιστική υπηρεσία θα είχε μια πιο ‘πλαστική’ προσέγγιση όσον αφορά την πολιτική σημασία των μετρήσεων της. Οι τεχνοκράτες της ΕΕ όμως, βορειοευρωπαίοι επί το πλείστον, επέβαλαν συστήματα που δείχνουν ακαμψία και έλλειψη προσαρμοστικότητας. Έρχεται λοιπόν η Ελ.Στατ. στις 7 Ιουνίου, σε μια τόσο λεπτή στιγμή για το μέλλον της χώρας, να ανακοινώσει τη λιγότερο ΄γρήγορη’ εκτίμηση της για το ΑΕΠ: η συρρίκνωση το πρώτο τρίμηνο ήταν 5.6%.  


Με άλλα λόγια, το ΑΕΠ έπεσε ακόμη περισσότερο από ότι είχε δείξει η ‘γρήγορη’ εκτίμηση που ήταν ήδη τραγική. Το φως στο τούνελ υπάρχει μόνο στην φαντασία του κυβερνητικού στρατοπέδου. Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στο πρώτο γράφημα που βασίζεται στα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ελ.Στατ. και δείχνει ότι η καταβύθιση της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται με αμείλικτο τρόπο. Η παρομοίωση που παραστατικότερα αποδίδει τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας δεν έχει να κάνει ούτε με τούνελ, ούτε με φώτα. Είναι μάλλον τα σαγόνια του καρχαρία. 


Ελληνικό ΑΕΠ, εκ. ευρώ




Τα υπόλοιπα στοιχεία που επίσης μόλις δημοσιοποίησε η Ελ.Στατ. τεκμηριώνουν γιατί το ελληνικό ΑΕΠ κινήθηκε με τέτοιο τρόπο. Το δεύτερο γράφημα είναι λίγο πιο πολύπλοκο, αλλά ξεκαθαρίζει τα πράγματα, καθώς δείχνει τον ετήσιο ρυθμό αλλαγής των στοιχείων της συνολικής ζήτησης - των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, της κατανάλωσης, των εξαγωγών και των εισαγωγών. Τα διαγράμματα είναι σε τριμηνιαία βάση, ξεκινώντας από το πρώτο τρίμηνο του 2011, όταν πια είχε γίνει φανερή η ολοκληρωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας λόγω της ‘σωτηρίας’ από την Τρόικα.


Μεταβολή Επενδύσεων, Κατανάλωσης, Εξαγωγών, Εισαγωγών



Όλα τα στοιχεία της συνολικής ζήτησης εμφανίζουν αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής, δηλαδή συρρικνώνονται, με την εξαίρεση των εξαγωγών, αλλά κι αυτές αυξήθηκαν μόνο για σύντομες και περιορισμένες περιόδους. Η κατακρήμνιση των επενδύσεων είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του γραφήματος που δείχνει την ταχύτατη διάλυση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Ούτε και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013 υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επενδύσεις ανακάμπτουν ουσιαστικά. Παράλληλα, συνεχίζεται η συρρίκνωση της κατανάλωσης που πλήττει το λιανικό εμπόριο, αλλά και την εγχώρια παραγωγή συνολικά.

Ο φαύλος κύκλος στον οποίο έχει μπει η ελληνική οικονομία είναι φανερός. Η υποχώρηση των εισοδημάτων λόγω της καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας οδηγεί σε υποχώρηση της ζήτησης, άρα επιτείνει την πτώση των επενδύσεων. Τα ιδιωτικά χρέη γίνονται όλο και πιο δυσβάστακτα και φέρνουν περαιτέρω πτώση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Άρα επέρχεται κατάρρευση των εισαγωγών, την οποία επίσης δείχνει γράφημα.


Η αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας όμως φαίνεται παραστατικότατα και στην κίνηση των εξαγωγών για τις οποίες συχνά ακούγεται ότι σημείωσαν ‘θαύμα’ τα τελευταία δύο χρόνια. Ο ευρών το ‘θαύμα’ αμειφθήσεται. Το γράφημα δείχνει ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξαγωγικού δυναμισμού. Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας στηρίζεται αποκλειστικά στη συντριβή των μισθών, ενώ οι επενδύσεις καταρρέουν;


Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: η Ελλάδα παραμένει σε βαθύτατη ύφεση, χωρίς καμία ουσιαστική ένδειξη ότι σύντομα πρόκειται να βγει, ούτε βέβαια ότι θα ακολουθήσει ταχεία ανάπτυξη. Αυτή λοιπόν είναι η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας μετά από τρία χρόνια ‘εσωτερικής υποτίμησης’, ότι κι αν λέει η κυβέρνηση. Αυτό ακριβώς είναι και το πλαίσιο μέσα στο οποίο το ΔΝΤ παραδέχτηκε επίσημα πλέον ότι το αρχικό Μνημόνιο του 2010 ήταν προβληματικό, δίνοντας έναυσμα για νέα επιτάχυνση της κυβερνητικής προπαγάνδας. Τι σημαίνει αυτή η παραδοχή;


Πρέπει καταρχήν να τονιστεί ότι στην ανακοίνωση του το ΔΝΤ δεν αποδέχτηκε ότι η βασική κατεύθυνση του αρχικού Μνημονίου ήταν λανθασμένη. Απεναντίας, ισχυρίζεται ότι η σκληρή λιτότητα ήταν απαραίτητη γιατί το πρωτογενές έλλειμμα έπρεπε γρήγορα να μειωθεί κατά 14.5% του ΑΕΠ. Ποιός ο λόγος της βιασύνης; Απλούστατα, το δημόσιο χρέος έπρεπε να κατέβει στο 120% του ΑΕΠ το 2020, μιας και η πρόσβαση της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές είχε πλέον διακοπεί. Και φυσικά οι ‘εταίροι’ μας δεν ήταν διατεθειμένοι ούτε το χρέος να μειώσουν, ούτε γενναιόδωρη στήριξη να παράσχουν. Αφού λοιπόν η Ελλάδα είχε αποφασίσει να παραμείνει στο ευρώ και δεδομένου ότι μια ελληνική στάση πληρωμών στο χρέος θα έθετε την ευρωζώνη σε κίνδυνο, η μόνη επιλογή ήταν η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή. Ατυχώς όμως το ΔΝΤ υπεκτίμησε τις μακροοικονομικές επιπτώσεις κι έτσι έπεσε έξω στο θέμα της ύφεσης και της ανεργίας που η προσαρμογή θα δημιουργούσε. Αν δεν βιάζονταν όλοι τόσο το 2010 κι αν γινόταν αναδιάρθρωση του χρέους, το ΔΝΤ θα τα πετύχαινε όλα καλύτερα.


Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το αρχικό Μνημόνιο ήταν τραγικό ως σύλληψη, εκτέλεση και αποτελέσματα. Πρόκειται για ένα από τα χειρότερα προγράμματα οικονομικής πολιτικής στην ιστορία, ακόμη και για το ΔΝΤ που ειδικεύεται σε αποτυχημένα προγράμματα. Χαμογελάει κανείς όταν διαβάζει τις δηλώσεις διαφόρων στην Ελλάδα, για να μην αναφέρουμε τις κωμικές αντιδράσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όπου όλοι (μα όλοι!) δικαιώθηκαν. Εκείνες τις μέρες του 2010 οι σοβαροί επικριτές της Τρόικα μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ ο κλάδος των οικονομολόγων διέπρεπε δια της σιγής του, όταν δε στήριζε ανοιχτά το ‘ευεργετικό’ Μνημόνιο. Η σημερινή συζήτηση είναι όμως παραπλανητική και επιδιώκει, αφ' ενός, να απαλλάξει το ΔΝΤ από τις ευθύνες του και, αφ' ετέρου, να ασκήσει πίεση στην ΕΕ για να δεχτεί ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους που πνίγει την Ελλάδα.


Η πικρή αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είχε μπροστά της δύο επιλογές την άνοιξη του 2010. Η μία ήταν η ‘εσωτερική υποτίμηση’, η οποία θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη συντριβή της εγχώριας οικονομίας δεδομένου ότι η δημοσιονομική συρρίκνωση ήταν τεράστια, το χρέος ήταν καταφανώς μη βιώσιμο, και δεν θα υπήρχε εξωτερική υποτίμηση που θα μεταβίβαζε την πίεση στο εξωτερικό. Η άλλη ήταν η παύση πληρωμών και η ριζική αναδιάρθρωση του χρέους με παράλληλη έξοδο από το ευρώ που φυσικά θα έφερνε εξωτερική υποτίμηση. Η ελληνική οικονομία θα δεχόταν βραχυπρόθεσμο πλήγμα, αλλά θα είχε τη δυνατότητα γρήγορης επιστροφής στην ανάπτυξη που θα περιόριζε την ανεργία και θα στήριζε τα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα θα άνοιγε ο δρόμος για πραγματικά βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να απαλλάξουν τη χώρα από τον εσμό των τρωκτικών που την έχουν καταστρέψει.  


Μέσα στον πυρετό του 2010 δεν υπήρξε ούτε καν σοβαρή συζήτηση της δεύτερης προοπτικής. Από τη μια, η δειλία και το ένστικτο αυτοσυντήρησης της διεφθαρμένης ελληνικής ελίτ, από την άλλη, ο ψυχρός κυνισμός των ευρωπαίων ‘εταίρων’ που ενδιαφέρονταν πάνω απ’ όλα να προστατεύσουν το ευρώ και τις τράπεζές τους, η χώρα σύρθηκε στην ‘εσωτερική υποτίμηση’ και την καταστροφή. Αν το ΔΝΤ είχε ίχνος ευσυνειδησίας και δεν ενδιαφερόταν απλώς να καλύψει τα νώτα του, θα όφειλε να πει ευθέως ακόμη και σήμερα ότι ένας από τους κύριους λόγους της αποτυχίας του προγράμματος του 2010 και της συνακόλουθης συντριβής της εγχώριας οικονομίας ήταν η ανυπαρξία υποτίμησης. Αν η Ελλάδα δεν ανήκε στην ΟΝΕ, το ΔΝΤ θα είχε επιβάλλει υποτίμηση αμέσως και παράλληλα με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση.


Όλα αυτά ανήκουν όμως στο παρελθόν. Το ερώτημα είναι τώρα τι γίνεται; Η απάντηση είναι δυστυχώς σκληρή, ότι κι αν λένε οι προπαγανδιστές της κυβέρνησης, ή οι όψιμοι ανανήψαντες του ΔΝΤ. Η Ελλάδα είναι πιασμένη στα σαγόνια του καρχαρία, όπου την έβαλε το ΔΝΤ και η υπόλοιπη Τρόικα, κι εκεί θα μείνει. Το πρόγραμμα λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης των αγορών δεν πρόκειται να αλλάξει με πρωτοβουλία της Τρόικα. Ούτε και πρόκειται να υπάρξει γενναία αναδιάρθρωση του χρέους από πλευράς ΕΕ, ότι κι αν λέει το ΔΝΤ, χωρίς η Ελλάδα να δώσει βαριά ανταλλάγματα που θα αγγίζουν την ίδια την εθνική κυριαρχία. Αν θέλει καλύτερο μέλλον με δικούς της όρους, η χώρα θα πρέπει να λάβει γενναίες αποφάσεις για την αποτελεσματική μείωση του χρέους της και να τις επιβάλλει μονομερώς. Κατόπι θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με τη θέση της στην ΟΝΕ και την ΕΕ. Πλησιάζει και πάλι η ώρα των αποφάσεων.



Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Διαμορφώνοντας μια ριζοσπαστική αριστερή πρόταση για την Ευρώπη


Ο βραχυπρόθεσμος θρίαμβος της λιτότητας

Αναλογιστείτε για λίγο την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας πρίν ακριβώς ένα χρόνο. Οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν, η ανεργία μεγάλωνε και η συνολική ζήτηση βρισκόταν σε υποχώρηση. Δεν υπήρχε ακόμη γενικευμένη ύφεση, αλλά τα πράγματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Στην Ελλάδα είχαμε ήδη συνθήκες καταστροφής χωρίς προηγούμενο σε κατάσταση ειρήνης. Επίσης, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι τράπεζες βρίσκονταν σε βαθιά αναταραχή. Η ΕΚΤ του κ. Ντράγκι είχε παρέμβει δυναμικά προς το τέλος του 2011 παρέχοντας μεγάλα ποσά ρευστότητας και αποτρέποντας την άμεση τραπεζική κατάρρευση. Αλλά τα σπρεντ παρέμεναν ψηλά και η δυνατότητα των περιφερειακών χωρών να δανειστούν στις αγορές ομολόγων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι αγορές φοβόνταν οξεία κρίση που θα οδηγούσε σε στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ για μία, ή περισσότερες χώρες της περιφέρειας.

Η σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση είναι αποκαλυπτική. Οι αγορές έχουν πλέον ηρεμήσει, τα σπρεντ έχουν πέσει δραματικά και χώρες όπως η Πορτογαλία έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν δειλά και προσεκτικά. Ο φόβος στάσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ έχει καταλαγιάσει. Ακόμη και η Ελλάδα πλέον δεν κινδυνεύει με άμεση αποπομπή, πράγμα που δεν ήταν καθόλου απίθανο το πρώτο μισό του 2012.

Σε τι οφείλεται η αλλαγή;

Εν μέρει, στις συνεχιζόμενες προσπάθειες του κ. Ντράγκι που δήλωσε το 2012 στο αποκορύφωμα της κρίσης, ότι είναι έτοιμος να αγοράσει χωρίς όρια τα ομόλογα χωρών σε δυσκολίες, αν χρειαστεί. Εν μέρει επίσης, στην άφθονη ρευστότητα που το τελευταίο διάστημα έχουν διαθέσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιαπωνίας δημιουργώντας για μια ακόμη φορά συνθήκες ανόδου στις παγκόσμιες αγορές. Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι στις χώρες της περιφέρειας οι μακροοικονομικές παράμετροι που οι αγορές ομολόγων θεωρούν σημαντικές έχουν βελτιωθεί δραματικά. Συγκεκριμένα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι σε υποχώρηση και τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τείνουν να απαλειφθούν ακόμη και στην Ελλάδα. Ο άμεσος κίνδυνος να μην πληρωθούν οι διεθνείς δανειστές – που αποτυπώνεται ακριβώς σε αυτά τα δύο μεγέθη – έχει παρέλθει.

Γιατί βελτιώθηκαν αυτές οι παράμετροι;

Ο λόγος είναι απλός: η επιβολή άγριας λιτότητας στην περιφέρεια, είτε ως μέρος ‘διάσωσης’ από την Τρόικα, είτε λόγω πολιτικής πίεσης από το Βερολίνο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η λιτότητα έκανε τη δουλειά της με τον πιο βάρβαρο τρόπο μειώνοντας αποφασιστικά τις δημόσιες δαπάνες και οδηγώντας σε βίαιη πτώση των μισθών, άρα συντρίβοντας την εγχώρια ζήτηση. Οι δημόσιοι προϋπολογισμοί της περιφέρειας σταδιακά επανέρχονται σε ισορροπία καθώς μειώνονται οι δαπάνες, ενώ τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών εκμηδενίζονται καθώς καταρρέουν οι εισαγωγές.

Το κόστος είναι βέβαια η βαθιά και συνεχιζόμενη ύφεση στην περιφέρεια με εξαιρετικά υψηλή ανεργία και κατακόρυφη πτώση του λαϊκού εισοδήματος. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά πια μπαίνει σε όλο και βαθύτερη ύφεση με υποχώρηση της ζήτησης και άνοδο της ανεργίας. Η Ευρώπη μένει πίσω στο διεθνή ανταγωνισμό, με εξαίρεση τη Γερμανία που σημειώνει εξαγωγικές επιτυχίες, αν και η γερμανική οικονομία παρουσίασε μηδενική ανάπτυξη το 2012, καθώς η εγχώρια ζήτηση παραμένει ασθενική. Εν ολίγοις, η λιτότητα οδήγησε την Ευρώπη σε γενικευμένη οικονομική δυστοκία, αλλά οι δανειστές των χρηματοπιστωτικών αγορών προστατεύτηκαν και ο φόβος άμεσης διάσπασης του ευρώ παρήλθε.

Τόσο η επιβολή όσο και ο βραχυπρόθεσμος θρίαμβος της λιτότητας στην Ευρώπη είναι προϊόντα της ΟΝΕ. Το κοινο νόμισμα παρείχε το θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα ηγετικά στρώματα αξιολόγησαν τους κινδύνους που απειλούσαν τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας στην Ευρώπη το 2009-10. Αν έσπαζε το ευρώ, οι επιπτώσεις θα ήταν βαθύτατες, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρο το οικοδόμημα της ταξικής κυριαρχίας που έχει σφραγίσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό για μισό περίπου αιώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση του ευρώ αναδείχθηκε σε υπέρτατο στόχο για τις αστικές τάξεις του  ευρωπαϊκού κέντρου, αλλά και της ευρωπαϊκής περιφέρειας, παρ’ ότι οι χώρες της τελευταίας σήκωσαν το βάρος.

Η ΟΝΕ παρείχε και το ιδεολογικό πλαίσιο για να επιβληθεί δυναμικά η λιτότητα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, λόγω της ψυχολογικής πρόσδεσης με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και του φόβου του αγνώστου αν εξέλειπε το ευρώ. Το χρήμα λειτουργεί πάντα ως ιδεολογικός και συνδετικός ιστός στις καπιταλιστικές κοινωνίες, με τον τρόπο που ο Μαρξ το ονόμασε ‘nexus rerum’ των κοινωνιών που βασίζονται στην εμπορική ανταλλαγή. Οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν πολύ καλά την κοινωνική βαρύτητα του χρήματος και δε διστάζουν να τη χρησιμοποιήσουν με τον πλέον κυνικό τρόπο. Πουθενά δεν ήταν κυνικότερος από ότι στην Ελλάδα, όπου τα λαϊκά στρώματα επανειλημμένα τέθηκαν προ του εκβιαστικού διλήμματος λιτότητα ή έξοδος από το ευρώ’.

Επιτυχημένη αποδείχτηκε λοιπόν η λιτότητα, βραχυπρόθεσμα και από τη σκοπιά των ανώτερων στρωμάτων. Σταθεροποίησε τις χώρες της περιφέρειας και τις χρηματοπιστωτικές αγορές μεταφέροντας το κόστος εξ ολοκλήρου στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Άφησε άθικτα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και επέτρεψε στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς να ενδυναμώσουν τη θέση τους επιβάλλοντας δραστικές αλλαγές εις βάρος της εργασίας. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα αυτά εξέλαβαν ακραίες μορφές. Ενώ τα λαϊκά στρώματα ρημάχτηκαν παρουσιάζοντας φαινόμενα ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ ακόμη και τα μεσαία στρώματα δέχτηκαν βαρύτατο πλήγμα, ο ελληνικός αστισμός υπερασπίστηκε με νύχια και με δόντια τον τρόπο ζωής του και στην ουσία παρέμεινε αλώβητος. Παράλληλα, φρόντισε να επωφεληθεί από τις νέες συνθήκες αγριότατης εκμετάλλευσης στην αγορά εργασίας.


Η ευρωπαϊκή Αριστερά και η λιτότητα

Η ευρωπαϊκή Αριστερά αποδείχτηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την καταιγίδα που ξέσπασε το 2009-10 και οι λόγοι είναι πολλοί. Καταρχήν άργησε να κατανοήσει τι συνέβαινε, ακόμη και στην περιφέρεια που δέχτηκε πρώτη το χτύπημα. Αλλά και όσο ξεδιπλωνόταν η κρίση και το δομικό της βάθος γινόταν φανερό, τόσο περισσότερο η ευρωπαϊκή Αριστερά ένιωθε καταθλιπτικό το άχθος της ιστορικής υποχώρησής της τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τη βάρυνε η απώλεια της οργανωτικής της επάρκειας, η έλλειψη συστηματικής πρόσδεσης με τα εργατικά στρώματα και η μικρή εκλογική της απήχηση στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, δεν έδειξε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ιδέες της και της έλειψε το μεγάλο όραμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει τα λαϊκά στρώματα. Πάνω απ’ όλα όμως, ο κεντρικός κορμός της ευρωπαϊκής Αριστεράς πίστεψε ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ αποτελούν προοδευτικά μορφώματα που η ίδια πρέπει να τα υπερασπιστεί και να τα βελτιώσει. Αντί να στραφεί εναντίον της ΟΝΕ ως κύριου μοχλού επιβολής λιτότητας, συνέχισε να φαντασιώνεται τη δημιουργία ενός "καλού" ευρώ.

Δεν μπορεί κανείς βέβαια να κατηγορήσει την ευρωπαϊκή Αριστερά ότι δεν άσκησε κριτική στην οικονομική πολιτική της ΕΕ και της Τρόικα γενικότερα. Απεναντίας, η φραστική απόρριψη της λιτότητας αποτέλεσε σήμα κατατεθέν των αριστερών κομμάτων απ’ άκρου εις άκρον της Ευρώπης. Το γερμανικό Ντι Λίνκε μάλιστα διαμόρφωσε ολόκληρο πρόγραμμα ενίσχυσης των περιφερειακών χωρών, το οποίο και ονόμασε 'Σχέδιο Μάρσαλ’ χωρίς συναίσθηση ειρωνίας.

Πρόκειται για τον ορισμό της άσφαιρης κριτικής, του γενικόλογου αριστερού βερμπαλισμού, δεδομένου ότι η απόρριψη της λιτότητας ποτέ δε συνοδεύτηκε από απόρριψη της ΟΝΕ. Ίσα-ίσα η απόρριψη της λιτότητας έγινε αντιληπτή ως βήμα για την υιοθέτηση του ‘καλού’ ευρώ. Η θέση αυτή του κεντρικού κορμού της ευρωπαϊκής Αριστεράς θα ήταν απλώς αξιοπερίεργη, αν δεν ήταν τόσο βλαπτική για τα εργατικά στρώματα της Ευρώπης. Από τη μια, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης επιβάλλουν τη λιτότητα με το ξεκάθαρο και εκβιαστικό σκεπτικό ότι έτσι προστεύονται οι δομές (και τα ταξικά συμφέροντα) της ΟΝΕ και της ΕΕ. Από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς απορρίπτουν τη λιτότητα επιμένοντας παράλληλα ότι οι δομές της ΟΝΕ και της ΕΕ δεν ευθύνονται για την επιβολή της. Ο αίτιος φαίνεται ότι είναι αποκλειστικά η νεοφιλεύθερη ιδεοληψία της κ. Μέρκελ, που μάλιστα έθεσε σε κίνδυνο την ΟΝΕ με την ακαμψία της!


Τρεις πραγματικοί λόγοι για την υποχώρηση της λιτότητας

Πρόσφατα ακόμη και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να μιλάει ανοιχτά πλέον για την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής λιτότητας. Η μεταστροφή τείνει να λάβει παγκόσμιες διαστάσεις καθώς το ΔΝΤ από καιρό ασκεί κριτική στην επιβολή αυστηρής λιτότητας σε συνθήκες κρίσης, ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα που ουσιαστικά ποτέ δεν εφάρμοσε σκληρή λιτότητα εμφανίζεται ως τιμητής της ΕΕ. Το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει δραστικά κατά της λιτότητας ακόμη και στη Βρετανία.

Εντός της ΕΕ τρεις είναι οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται σταδιακή απομάκρυνση από τη λιτότητα. Ο πρώτος είναι η αντίδραση των εργατικών στρωμάτων σε χώρες όπως η Πορτογαλία, όπου σημειώνεται κύμα απεργιών. Το λαϊκό κίνημα μπορεί να βρίσκεται σε υποχώρηση στην Ελλάδα από το τέλος του 2011, αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά σε άλλες χώρες της περιφέρειας.

Ο δεύτερος είναι ότι, μετά τη σχετική σταθεροποίηση της περιφέρειας, το ζήτημα επιβολής λιτότητας πλέον τίθεται και για χώρες του ευρωπαϊκού Κέντρου - ή σχεδόν του κέντρου - όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Εδώ όμως οι πολιτικές και κοινωνικές παράμετροι είναι πολύ διαφορετικές. Δε μπορεί εύκολα να υπάρξει εξωτερική επιβολή στις μεγάλες αυτές χώρες, όπως έγινε με την περιφέρεια. Επιπλέον, οποιαδήποτε μαζική λαϊκή αντίδραση στη λιτότητα θα είχε τελείως διαφορετική σημασία για το μέλλον της ΕΕ απ’ ότι οι αντιδράσεις στην περιφέρεια.

Ο τρίτος λόγος είναι ότι η συνέχιση της λιτότητας, πόσο μάλλον η επιβολή της σε χώρες του κέντρου, κινδυνεύει να οδηγήσει σε αλματώδη άνοδο της άκρας Δεξιάς, ή του συντηρητικού λαϊκισμού σε σειρά χωρών. Δεξιά εθνικιστικά και λαϊκιστικά κινήματα ήδη έχουν σημαντικό δυναμισμό στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία και τη Βρετανία. Στην Ελλάδα, ακόμη χειρότερα, έχει πλέον εμφανιστεί καθαρόαιμος φασισμός.

Τα αίτια για την ενίσχυση αυτών των δυνάμεων, ή και την κοινοβουλευτική τους παρουσία, είναι πολλά και περιλαμβάνουν από την τυφλή αντίδραση κατά των μεταναστών, έως την αντίδραση κατά της διαφθοράς της πολιτικής ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως, ότι ο κυριότερος λόγος είναι η οικονομική καταστροφή που ήδη ανέβασε το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ στο επίπεδο ρεκόρ του 12.2% τον Απρίλιο του 2013, ενώ στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από 27% και σαφώς πάνω από 60% στους νέους. Η κατάλυση των συνθηκών φυσιολογικής ζωής στις λαϊκές συνοικίες, η εμφάνιση ανθρωπιστικής κρίσης με μόνιμες πλέον παροχές συσσιτίων και δεμάτων τροφίμων, καθώς και η αίσθηση απόγνωσης που δημιούργησε η πρωτόγνωρη ύφεση, είναι το οξυγόνο της άκρας Δεξιάς και του συντηρητικού λαϊκισμού.

Τέτοιες απόψεις έχουν σημαντική αυτόνομη δυναμική στα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης, ενώ στην Ελλάδα ο φασισμός έχει πλέον κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στους νέους ακόμη και μέσα στα σχολεία. Όσοι στην Αριστερά νομίζουν ότι αποκαλώντας την άκρα Δεξιά «συστημική» θα αποκαλύψουν το βαθύτερο χαρακτήρα της κι έτσι θα την αποδυναμώσουν, απλώς δεν αντιλαμβάνονται τα αίτια της εκρηκτικής της μεγέθυνσης. Σε αντίθεση με τον κυρίως κορμό της Αριστεράς, η άκρα Δεξιά και ο συντηρητικός λαϊκισμός δεν έχουν διστάσει να κατακρίνουν και να απορρίψουν την ΟΝΕ και την ίδια την ΕΕ, συνδέοντάς τες με τα εγχώρια διεφθαρμένα στρώματα εξουσίας. Είναι σαφές ότι το έχουν κάνει σε βάση εθνικιστική, βίαιη και κοινωνικά αντιδραστική, αλλά στα μάτια μέρους των λαϊκών στρωμάτων έχουν πει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.

Στις συνθήκες αυτές, τα σοφότερα πνεύματα εντός της ΕΕ αντιλαμβάνονται ότι η επιμονή στη λιτότητα κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τα δεξιά. Δεδομένου ότι η λιτότητα έχει πλέον πετύχει το βραχυπρόθεσμο στόχο της σταθεροποιώντας την περιφέρεια και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, προτείνουν υποχώρηση με απάλυνση των περιοριστικών μέτρων κυρίως για χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Δεν πρόκειται για την ώρα για ουσιαστική αλλαγή, αλλά μάλλον για τακτική αναδίπλωση και μένει φυσικά να δούμε πως θα αντιδράσει το ιερατείο της λιτότητας στο Βερολίνο. Η μεταστροφή είναι όμως ήδη αισθητή.


Οι εύκολες λύσεις, οι δύσκολες λύσεις και οι παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς

Η συζήτηση που άνοιξε στο Ντι Λίνκε μετά τη δημοσιοποίηση της «μελέτης Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα» και την παρέμβαση Λαφοντέν, πρέπει να ειδωθεί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γιατί γίνεται ακριβώς τη στιγμή που η ευρωπαϊκή Αριστερά καλείται να επανατοποθετηθεί μέσα στις νέες συνθήκες.

Η εύκολη επιλογή για την Αριστερά θα ήταν να συνεχίσει στην κατεύθυνση της απόρριψης της λιτότητας, χωρίς παράλληλα να ασκήσει απορριπτική κριτική στην ΟΝΕ, ή την ΕΕ, πιστεύοντας ότι έτσι αντιμάχεται τα ηγετικά στρώματα της Ευρώπης. Ακόμη χειρότερα, η Αριστερά θα μπορούσε να ερμηνεύσει την υποχώρηση της λιτότητας ως επιβεβαίωση, ή ίσως και νίκη των θέσεών της. Αν πάρει αυτόν το δρόμο θα παραμείνει ακίνδυνος παρατηρητής στο περιθώριο των εξελίξεων, ή στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να μεταβληθεί σε διαχειριστή της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Ο ριζοσπαστικός δρόμος για την Αριστερά που πραγματικά μπορεί να απειλήσει το κυρίαρχο πλέγμα κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων στην Ευρώπη είναι άλλος. Ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι θρίαμβος της λιτότητας είναι βραχυπρόθεσμος και η αναδίπλωση που πιθανόν να επιχειρήσει η ΕΕ δεν θα έχει ουσιαστικό βάθος. Όπως δείχνει η «μελέτη Φλάσμπεκ – Λαπαβίτσα», το βασικό πρόβλημα της ευρωζώνης, δηλαδή η απόκλιση ανταγωνιστικότητας  ανάμεσα στην Γερμανία και σε άλλες χώρες-μέλη, δεν έχει επιλυθεί. Πάνω απ΄όλα, η απόκλιση ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία και την Ιταλία θα συνεχιστεί στο ορατό μέλλον. Άρα, θα υπάρξει συσσώρευση ελλειμμάτων ανάμεσα στις χώρες αυτές, η οποία θα συνεχίσει να υποσκάπτει την ΟΝΕ. Όσο η Γερμανία συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση είναι θέμα χρόνου να επανεμφανιστεί οξεία κρίση στην ευρωζώνη που τη φορά αυτή θα χτυπήσει τις χώρες του κέντρου.

Η νομισματική ένωση έχει αποτύχει και συνεχώς δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην Ευρώπη, είτε αυτές εμφανίζονται με τη μορφή βάρβαρης λιτότητας, είτε απαλύνονται κάπως λόγω του κινδύνου πολιτικής αναταραχής από τα δεξιά. Συνεπώς, δεν αρκεί να απορρίψει η Αριστερά τη λιτότητα, ούτε απλώς να καταδικάσει τις αδικίες του καπιταλισμού. Είναι απαραίτητο να ασκήσει δομική κριτική που θα περιλαμβάνει την απόρριψη της ΟΝΕ, αλλά και δυνάμει της ίδιας της ΕΕ.

Η ιστορική ευθύνη της ευρωπαϊκής Αριστεράς τη στιγμή αυτή είναι να διαμορφώσει ριζοσπαστικές θέσεις που θα απειλούν την καρδιά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως ακριβώς αρμόζει στις παραδόσεις της. Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν να γίνουν εφικτές ριζοσπαστικές πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, αλλαγής του φορολογικού συστήματος, καθώς και ελέγχου των τραπεζών και των κεφαλαιακών ροών. Θα άνοιγε έτσι ο δρόμος για βαθιά αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας, μεταβολή της κοινωνικής ισορροπίας υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου, καθώς και σταδιακή οργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Η προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων της Ευρώπης στο μέλλον απαιτεί επίσης τον επανακαθορισμό της λειτουργίας του εθνικού κράτους, όπως και των σχέσεων των εθνικών κρατών μεταξύ τους. Η κρίση έδειξε ότι διακρατικά μορφώματα όπως η ΕΕ που εδράζονται  στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου γίνονται μοχλός για να πληγούν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί ο ρόλος του εθνικού κράτους και των μηχανισμών ισχύος που αυτό παρέχει.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα κληθεί η ευρωπαϊκή Αριστερά να εκφράσει τους βαθύτερους φόβους και τις ανησυχίες των λαϊκών στρωμάτων της Ευρώπης. Τα λαϊκά στρώματα δε θέλουν φυσικά να επανέλθουν σε κατάσταση εθνικών τριβών, αντιλαμβάνονται όμως ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ εξυπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ισοπεδώνουν την καθημερινή ζωή και πλήττουν τα δημοκρατικά δικαιώματα. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης παραμένει βαθιά σοσιαλιστικό. Η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να το ξαναβρεί μακριά από την ψευδαίσθηση ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ αποτελούν βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, να επανακαθορίσει το ρόλο του εθνικού κράτους στις σημερινές συνθήκες και να αρθρώσει πολιτική πρόταση που θα γίνει κτήμα των λαϊκών στρωμάτων της Ευρώπης. Αυτή είναι η βαθύτερη σημασία της συζήτησης που άνοιξε στο Ντι Λίνκε.


Η "μελέτη Φλάσμπεκ - Λαπαβίτσα", μια ριζοσπαστική αριστερή πρόταση για την Ευρώπη


Πριν από λίγες μέρες (30.05.2013) το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ διοργάνωσε στο Βερολίνο ημερίδα με σκοπό να παρουσιαστεί η μελέτη περί ευρωζώνης που συνέταξαν ο Χάϊνερ Φλάσμπεκ και ο Κώστας Λαπαβίτσας για λογαριασμό του Ινστιτούτου. Η ημερίδα έγινε με τη σφραγίδα του γερμανικού κόμματος Ντι Λίνκε και ευρεία συμμετοχή της γερμανικής Αριστεράς, καθώς και εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΑΚΕΛ και άλλων ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων. Η κάλυψη από τα διεθνή και κυρίως τα επίσημα γερμανικά ΜΜΕ υπήρξε ευρύτατη. 

Η «μελέτη Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα» τεκμηριώνει τη θέση ότι η κρίση της ευρωζώνης οφείλεται στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει αποκτήσει η Γερμανία εντός της ΟΝΕ - κυρίως ως προς την περιφέρεια - επειδή έχει κρατήσει χαμηλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Μετά από τρία χρόνια κρίσης το πρόβλημα όχι μόνο δεν έχει λυθεί, αλλά απεναντίας έχει λάβει νέες διαστάσεις, καθώς η Γερμανία κερδίζει ανταγωνιστικότητα ακόμη και σε σχέση με μεγαλύτερες οικονομίες όπως αυτή της Γαλλίας και της Ιταλίας. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ευρωπαϊκή οικονομία εάν δεν υπάρξει εκ βάθρων αλλαγή της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, το πρόβλημα θα παραμείνει ουσιαστικά άλυτο. 

Καθώς όμως τέτοια αλλαγή δε διαφαίνεται και η κρίση μέλεται να συνεχιστεί, η «μελέτη Φλάσμπεκ – Λαπαβίτσα» προτείνει τη θεσμοθέτηση μηχανισμού εξόδου από την ΟΝΕ και τη σταδιακή επιστροφή σε σύστημα ελεγχόμενων ισοτιμιών. Το ευρώ, καταλήγει συμπερασματικά, έχει αποτύχει και η Αριστερά πρέπει να θέσει όρους και να διαμορφώσει προτάσεις για το μέλλον που θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες να ανασάνουν.

Το συνέδριο χαρακτηρίστηκε από έντονη αντιπαράθεση και υψηλούς τόνους. Δε θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά, καθώς τέθηκε επί τάπητος και ανοικτά το ταμπού της γερμανικής αλλά και της υπόλοιπης ευρωπαϊκής Αριστεράς, δηλαδή η ίδια η ύπαρξη του κοινού νομίσματος. Στο εσωτερικό του Ντι Λίνκε έχει ήδη εμφανιστεί ισχυρή πολιτική διαμάχη για το ζήτημα αυτό μετά την πρόσφατη τοποθέτηση του Όσκαρ Λαφοντέν που στην ουσία συμμερίζεται τις θέσεις της «μελέτης Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα». Ο αντίκτυπος στην υπόλοιπη Ευρώπη και οι εξελίξεις που θα δρομολογηθούν θα είναι σημαντικές, δεδομένης της σημασίας της Γερμανίας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, αλλά και του καθοριστικού ρόλου που έχει παίξει στη διαμόρφωση των θέσεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς η μέχρι σήμερα άρνηση του Ντι Λίνκε να συζητήσει το θέμα του ευρώ χωρίς προκαταλήψεις. 

Στην Κύπρο, όπου το ΑΚΕΛ έχει πλέον υιοθετήσει τη θέση εξόδου από την ΟΝΕ, η συζήτηση που τώρα ξεκινάει στη Γερμανία θα έχει καίρια σημασία. Στην Ελλάδα η Αριστερά παρακολουθεί τη γερμανική συζήτηση με περιέργεια και σχετική ανησυχία. Όπως συνέβη και στη Γερμανία, η ελληνική Αριστερά δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το θέμα του ευρώ με σοβαρότητα και ψυχραιμία την τριετία που πέρασε, παρ’ όλο που η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο του κυκλώνα. Το κυρίαρχο κομμάτι της θεώρησε μάλιστα ότι το θέμα αυτό έκλεισε ήδη από το 2011, δηλαδή πριν καλά-καλά ανοίξει. Αντιλαμβάνεται τώρα ότι η συζήτηση δεν έπαψε, αλλά πλέον μεταφέρεται στο κέντρο της Ευρώπης και ότι εκεί θα διεξαχθεί με άλλους όρους από αυτούς που η ελληνική πολιτική ζωή συνήθως επιτρέπει. Αντιλαμβάνεται επίσης ότι το διακύβευμα είναι η διαμόρφωση αριστερής ριζοσπαστικής πρότασης για την Ευρώπη συνολικά, πράγμα που αναπόφευκτα θα επηρεάσει και την Ελλάδα. 

Αξίζει να τονιστεί, τέλος, ότι και οι κύκλοι διαμόρφωσης της επίσημης πολιτικής στη Γερμανία έδειξαν σημαντικό ενδιαφέρον για τη μελέτη, αλλά και για την ημερίδα. Είναι εμφανές ότι το κέντρο της γερμανικής ισχύος θέλει να διαπιστώσει αν η Αριστερά είναι ικανή να διαμορφώσει μια ριζοσπαστική πρόταση που όντως θα απειλεί το υπάρχον πλέγμα εξουσίας στην Ευρώπη. Αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο της «μελέτης Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα», στο οποίο και θα επανέλθω.