Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κύπρος: η πορεία της Ευρωζώνης και οι προοπτικές του κοινού νομίσματος





Το Κυπριακό Ινστιτούτο Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ διοργανώνει  στη Λευκωσία Συμπόσιο με θέμα: 

"Η πορεία της Ευρωζώνης και οι προοπτικές του κοινού νομίσματος"


Κατά τη διάρκεια του Συμποσίου θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα νέων μελετών σε σχέση με την πορεία του ευρώ και τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας. 







Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Εφ΄όλης της ύλης


Συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης στην εφημερίδα Νέα Εγνατία (Καβάλα) 18.11.2013



Το ερώτημα που θέτουν οι περισσότεροι πολίτες, κ. Λαπαβίτσα, είναι το τι πρέπει να κάνουμε τώρα, την περίοδο δηλαδή που έχουν φτάσει σε οριακό σημείο οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας, για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές προτάσεις για τη βελτίωση τόσο των οικονομικών δεικτών όσο και του επιπέδου διαβίωσης των Ελλήνων; 

Καταρχήν, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό που γίνεται σήμερα. Η ευρύτερη πραγματικότητα είναι γνωστή στους Έλληνες. Η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει στην ουσία, έχουμε μια πρωτοφανή καταστροφή σε εθνικό επίπεδο, με συρρίκνωση του Εθνικού Προϊόντος και πάρα πολύ μεγάλη ανεργία. Δεν υπάρχει ουσιαστική προοπτική δυναμικής ανάκαμψης, αυτά που λέγονται είναι ευχολόγια περισσότερο, η πραγματικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολη και πικρή για όλους τους Έλληνες. Πάμε τώρα στο τι έκανε το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση. Λόγω της μεγάλης καταστροφής που χτύπησε την ελληνική οικονομία έχουν σταθεροποιηθεί με κάποιο τρόπο τα δημοσιονομικά. Αυτή η σταθεροποίηση –δηλαδή η απάλειψη του τεράστιου ελλείμματος– έγινε γιατί η οικονομία μπήκε σε τεράστια ύφεση. Δεν είναι καμία πολύ μεγάλη επιτυχία, ούτε καμία έξυπνη πολιτική! Συνετρίβη η ελληνική οικονομία και το εισόδημα των πολιτών κι έτσι εξισορροπήθηκαν τα δημοσιονομικά, επειδή περικόπηκαν οι δαπάνες και ανέβηκε η φορολογία. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να έχει κάπως πιο γεμάτα ταμεία, τα οποία επιτρέπουν στο κράτος να συνεχίσει να πληρώνει μισθούς και συντάξεις. Έχει πλέον το περιθώριο να κάνει μια διαπραγμάτευση με την τρόικα, κάτι που δύσκολα συνέβαινε στο παρελθόν καθώς τα ταμειακά διαθέσιμα της επαρκούσαν για μερικές εβδομάδες. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι αν διαπραγματεύεται, αλλά… τι διαπραγματεύεται με την τρόικα… Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή έχει ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις για την επόμενη χρονιά. Πρέπει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ. Αυτό διαπραγματεύεται. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί καταλαβαίνει ότι η πολιτική της θέση είναι πολύ εξασθενημένη, ότι η κοινωνία είναι σε εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση και αν ανακοινωθούν δραστικά μέτρα της τάξης των δυο ή παραπάνω δισεκατομμυρίων ευρώ, κινδυνεύουμε να έχουμε κοινωνική έκρηξη. Πρόκειται δηλαδή για κάποιου είδους τακτική…

Δεν υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο δηλαδή… 

Ακριβώς. Δεν υπάρχει κάποια στρατηγική επιδίωξη. Προσπαθούν πολύ απλά να κερδίσουν χρόνο, προσπαθούν να μην περάσουν τα μέτρα αυτά, προσπαθούν να περάσει αυτός ο κάβος, μην τυχόν γυρίσει η οικονομία το 2014 και έχουμε κάποιες καλύτερες επιδόσεις…

Θεωρείτε δεδομένη την αποτυχία αυτής προσπάθειας;

Κατά την άποψή μου η Ελλάδα βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Ακόμη κι αν κερδίσουμε αυτήν τη στρατηγική μάχη, δεν αλλάζει η στρατηγική στόχευση. Αυτό είναι το πρόβλημά μας. Δε θα παιχτεί η τύχη της Ελλάδας από το αν πρέπει να περικόψουμε μόνο 500 εκατ. ευρώ του χρόνου, αντί για 1 δισεκατομμύριο! Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι έχει πάρει μια κατεύθυνση μόνιμης ύφεσης. Είναι αδιανόητο σε μια περίοδο που πλήττεται η ελληνική οικονομία να κάνουμε περικοπές και να τις παρουσιάζουμε ως εξυγίανση. Η Ελλάδα χρειάζεται ολική αλλαγή τόσο της δημοσιονομικής όσο και της νομισματικής της πολιτικής. Πρέπει να πάψουμε να κάνουμε περικοπές, πρέπει να κάνουμε στόχο μας τη μείωση της ανεργίας, να τονώσουμε την παραγωγή και να επιτρέψουμε –μέσω της πιστωτικής μας πολιτικής– τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να δανειστούν. 

Θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση της ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας και η σταδιακή αύξηση των μισθών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βελτίωση των δεικτών κατανάλωσης στη χώρα μας;  

Πρέπει οπωσδήποτε να επαναφέρουμε τους κατώτατους μισθούς σε πολύ καλύτερα επίπεδα και να προχωρήσουμε σε  μια πολιτική τόνωσης της εργασίας. Είναι απαράδεκτο να έχουμε ανεργία στο 30% και να μη γίνεται αυτό ο πρώτος στόχος της οικονομικής μας πολιτικής. Δεν είναι δυνατόν επίσης –για να δούμε κάποια στιγμή και αυτήν τη διάσταση– να μη φορολογούνται με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου σ’ αυτόν τον τόπο. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη αφενός μεν να συνεισφέρουν περισσότερα στον κρατικό κορβανά και αφετέρου να πιεστούν για να αλλάξει η δομή της οικονομίας. Αυτοί που ελέγχουν τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας δεν έχουν πειραχθεί καθόλου! Η κυβέρνηση μιλάει συνεχώς για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και το μόνο που κάνει είναι να διαλύει τις συνθήκες της μισθωτής εργασίας και να καταβαραθρώνει τους μικροεπαγγελματίες. Λένε κάποιοι: γιατί ενώ τα βλέπει όλα αυτά η τρόικα δεν αντιδρά; Δεν έχει και αυτή τις δικές της ευθύνες; Χωρίς να θέλω να γίνω υπερασπιστής των τροϊκανών –άλλωστε ήμουν από τους πρώτους που είπα ότι πρέπει να φύγουν από τη χώρα γιατί με το πρόγραμμά τους καταστρέφουν την ελληνική οικονομία– θα ισχυριστώ ότι πολλές φορές παίζεται ένα παιχνίδι το οποίο εξυπηρετεί τα συμφέροντα κάποιων Ελλήνων επιχειρηματιών. Αυτό συμβαίνει και το βλέπουμε όλο και πιο έντονα τους τελευταίους μήνες…

Ποια είναι η λύση που προτείνετε εσείς;

Χρειαζόμαστε απάλειψη των μονοπωλιακών καταστάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Πρέπει επίσης να αλλάξουν οι τράπεζες. Οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει, επιβιώνουν μόνον από το δανεισμό του ελληνικού λαού, βγάζουν πολύ μεγάλα κέρδη και δε δίνουν πιστώσεις. 

Μιλάτε για κρατικοποίηση των τραπεζών; 
  
Βεβαίως! Πρέπει να υπάρξουν οπωσδήποτε δημόσιες τράπεζες, με καινούριο πνεύμα συνεισφοράς στην ανάπτυξη. Από κει και πέρα, χρειαζόμαστε σχέδιο ανάπτυξης. Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει τη δομή της οικονομίας της. Πρέπει να πάψει να ευνοεί τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος δεν είναι ούτε παραγωγικός ούτε βεβαίως και ανταγωνιστικός. Κάποιοι λένε ότι οφείλουμε να αναπτύξουμε τη γεωργία. Συμφωνώ, αλλά η ανάπτυξη της γεωργίας δε θα λύσει το πρόβλημά μας. Η απάντηση στην κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι η τόνωση του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, δηλαδή της μεταποίησης, Εκεί, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να πέσει όλο το βάρος των προσπαθειών μας την επόμενη περίοδο. 

Όλα αυτά –όπως διατείνεστε από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η οικονομική κρίση– πρέπει να γίνουν μετά την απόφαση μας να επιστρέψουμε σε εθνικό νόμισμα  και να κηρύξουμε στάση πληρωμών; 

Η άποψή μου είναι ότι όλα αυτά δε γίνονται σίγουρα μέσα στη Νομισματική Ένωση. Πρέπει να γίνουν έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο που θέτει η ΕΕ, το οποίο στην ουσία πνίγει τη χώρα μας. Εγώ δεν είπα ποτέ ότι πρέπει να φύγουμε αύριο από το ευρώ. Ισχυρίστηκα από την πρώτη στιγμή και το λέω και τώρα ότι χρειαζόμαστε ένα τεχνικό σχέδιο. Πρέπει να ξέρουμε τι θα κάνουμε και το πώς θα το κάνουμε, το Σαββατοκύριακο που θα γίνει αυτή η αλλαγή. Οφείλουμε να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να αντιμετωπίσουμε τεχνοκρατικά το πρώτο δύσκολο διάστημα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα τρέχουμε και δεν θα φτάνουμε… Παράλληλα, πρέπει να προετοιμάσουμε και τον κόσμο για τις αλλαγές που θα προκύψουν. Χωρίς τη δική του στήριξη δεν μπορεί να προχωρήσει ο σχεδιασμός μας. 

Πολλοί λένε ότι η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην πολυετή απομόνωση της χώρας από τη διεθνή αγορά. Πώς απαντάτε σ’ αυτόν τον προβληματισμό; 

Η απομόνωση έχει επέλθει αυτήν τη στιγμή. Δε νομίζω να ήμασταν ποτέ σε πιο αδύναμη θέση. Αν δεν το έχετε καταλάβει, είμαστε μόνοι μας. Δεν υπάρχουν σύμμαχοι! Και φυσικά πώς θα αποκτήσουμε συμμάχους όταν είμαστε επαίτες; Η Ελλάδα άγεται και φέρεται από τους δανειστές της. Η δραχμή –αν επιστρέψουμε κάποια στιγμή εκεί– μαζί με τις υπόλοιπες αλλαγές στην ελληνική οικονομία, θα θέσει τις βάσεις για να επανέλθουμε με όρους πολύ πιο σοβαρούς στο διεθνές γίγνεσθαι. Όσα σας αναφέρω αποτελούν μέρος της επιχειρηματολογίας που εκφράζουν πολλοί παράγοντες από όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας μας, απλώς δεν υπάρχει κάποιος που να εκφράζει αυτή την ιδέα με σοβαρό και πειστικό τρόπο. Πιστεύω ότι αν υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα, θα είχε θριαμβεύσει αυτήν τη στιγμή στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κατά καιρούς το έχω προτείνει στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε άλλα κόμματα, όμως, λόγω των αγκυλώσεων που υπάρχουν, δεν έχει γίνει καμία κίνηση μέχρι τώρα. Ο καθένας στην  πολιτική εκτιμά τα πράγματα διαφορετικά. Εγώ δε θέλω να μπω σ’ αυτό το παιχνίδι, τουλάχιστον όχι άμεσα. 

Τι θα γίνει με τους μισθούς και τις καταθέσεις των Ελλήνων πολιτών σε περίπτωση που επιστρέψουμε στη δραχμή;

Η μετατροπή των καταθέσεων θα γίνει στη βάση του ένα προς ένα. Δε θα χάσουν τα λεφτά τους οι καταθέτες. Το ίδιο θα συμβεί και με τα χρέη. Δηλαδή, εκεί που χρωστούσε κανείς για το σπίτι του 100.000 ευρώ, θα χρωστάει 100.000 δραχμές. Για το μισθωτό, δηλαδή, το ισοζύγιο θα είναι θετικό. Η ανάκαμψη μετά από τέτοιες πολιτικές –ειδικά όταν γίνονται με συστηματικό τρόπο– είναι ταχύτατη. Αν δηλαδή αυτό το πράγμα είχε γίνει συντεταγμένα το 2010, η Ελλάδα θα είχε περάσει στην ανάκαμψη το 2012, μετά από ένα αρχικό σοκ, το οποίο δε θα ήτανε τόσο μεγάλο όσο αυτό που έχουμε ζήσει μέχρι τώρα. 

Μπορείτε να μου πείτε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις αντιδράσεις που θα προκύψουν στο εξωτερικό από μια ενδεχόμενη απόφαση μας να επιστρέψουμε σε εθνικό νόμισμα; Όπως αναφέρατε και σεις, η χώρα μας δεν έχει αυτήν την περίοδο… 

Σε πρώτη φάση θα τους αντιμετωπίσουμε με εθνική και λαϊκή συσπείρωση. 

Με πολιτικές συμπεριφορές τύπου Λατινικής Αμερικής, όπως συχνά πυκνά σας κατηγορούν οι επικριτές σας;  

Δείτε, η Ελλάδα δεν πρόκειται να απομονωθεί περισσότερο απ’ όσο είναι σήμερα. Με τις αποφάσεις που θα πάρει ο ελληνικός λαός θα δείξει ότι έχει αξιοπρέπεια, θα δείξει ότι έχει πυγμή και θα βγει να διεκδικήσει το δίκιο του. Θα πάψει να κάνει τον επαίτη. Οι χώρες κερδίζουν συμμάχους και γίνονται καλύτερα δεκτές στο διεθνές γίγνεσθαι όταν λένε σε όλους ποιο είναι το συμφέρον του λαού τους. Όταν παρακαλάς, δεν έχεις ούτε συμμάχους ούτε εκτίμηση ούτε αξιοπρέπεια. Πρέπει να αλλάξουμε τη στάση μας, διότι η πορεία που ακολουθεί σήμερα ο ελληνικός λαός είναι μια πορεία καταστροφής. 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Διαπραγμάτευση και Ανάπτυξη

Για το πολυπόθητο σχέδιο ανάπτυξης

(άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής 17.11.2013)

Τα μνημόνια που υπέγραψε η Ελλάδα περιλαμβάνουν και σχέδιο ανάπτυξης. Η μια του πλευρά είναι η δημοσιονομική σταθεροποίηση, με περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση της φορολογίας. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να αποπληρώνεται το χρέος. Η άλλη είναι οι αναπτυξιακές ‘μεταρρυθμίσεις’, με συντριβή των μισθών, ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση των αγορών. Η λογική είναι να μειωθεί το κόστος της εργασίας και να συρρικνωθεί το αναποτελεσματικό κράτος, ώστε να γίνει ο ιδιωτικός τομέας ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Ο συνδυασμός αποδείχθηκε καταστροφικός, όπως είχαν προβλέψει όσοι παρακολουθούν το ΔΝΤ στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κυνήγι του πρωτογενούς πλεονάσματος δημιούργησε ύφεση, που στην περίπτωση της χώρας μας αποδείχθηκε πρωτοφανής γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν τεράστια και ταχύτατη. Η ύφεση συνέβαλλε στη κατάρρευση των μισθών μέσω της τεράστιας ανεργίας. Έκανε όμως τις άλλες ‘μεταρρυθμίσεις’ πολύ πιο δύσκολες γιατί δημιούργησε περιβάλλον φτώχειας, ανασφάλειας και απογοήτευσης. Τα συμφέροντα που λυμαίνονται την ιδιωτική οικονομία ισχυροποίησαν τη θέση τους, ενώ ο κατεξευτελισμένος δημόσιος τομέας φρόντισε μόνο να αμυνθεί. 
  
Στη σημερινές συνθήκες καταστροφής υπάρχουν δύο πιθανές πηγές ανάπτυξης. Πρώτον, μια εξαγωγική έκρηξη που θα συμπαρασύρει ολόκληρη την οικονομία. Δυστυχώς η πιθανότητα είναι αμελητέα γιατί ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας είναι μικρός, η ζήτηση εντός της ΕΕ πάσχει λόγω ύφεσης και το ισχυρό ευρώ περιορίζει τις εξαγωγές εκτός ΕΕ. Δεύτερον, ένα μεγάλο επενδυτικό κύμα που θα αναζωογονήσει τον παραγωγικό ιστό. Και αυτή η πιθανότητα είναι εξαιρετικά μικρή. Οι εγχώριες επενδύσεις δύσκολα θα ανακάμψουν δυναμικά, αφού τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν πολύ υψηλά εντός ΟΝΕ. Οι ξένες επενδύσεις δεν έλκονται μόνο από τους χαμηλούς μισθούς, αλλά απαιτούν ισχυρή εγχώρια αγορά και υποδομές. Τέλος, οι δημόσιες επενδύσεις έχουν συντριβεί λόγω της αυτοκτονικής επιδίωξης πρωτογενούς πλεονάσματος.

Σε άλλες χώρες που πήραν το «φάρμακο» του ΔΝΤ η σωτηρία συνήθως ερχόταν από την υποτίμηση του νομίσματος που έφερνε την ανάκαμψη. Μπορούσαν έτσι σταδιακά να απαλλαγούν από τη στοργική φροντίδα των συναδέλφων του κ. Τόμσεν. Δυστυχώς στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό είναι αδύνατον λόγω ΟΝΕ. Τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά ούτε μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων, αφού η βασική αναπτυξιακή λογική τους είναι πλέον αυστηρά εγγεγραμμένη στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ. Συνεπώς η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι περίπου 2,5% μέχρι το 2020 και μετά θα πέσει, δε στερείται λογικής. Αν όντως έτσι βαδίσουμε, η χώρα είναι καταδικασμένη.

Υπάρχει εναλλακτική πορεία; Βεβαίως υπάρχει, αρκεί να ξεκινήσει κανείς από την παραδοχή ότι το σημερινό σχέδιο είναι παντελώς αποτυχημένο. Βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να απαλλαγεί η Ελλάδα από την ασφυκτικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που γεννάει ύφεση. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να μειωθεί γενναία το χρέος, απελευθερώνοντας παράλληλα πόρους για ανάπτυξη. Θα πρέπει επίσης να αλλάξει η νομισματική και πιστωτική πολιτική, ώστε να ευνοηθεί ο παραγωγικός τομέας. Το μίγμα πολιτικής που χρειάζεται η χώρα πρέπει να έχει κύριο στόχο τη μείωση της ανεργίας και άρα την τόνωση της ζήτησης και της παραγωγής. Άμεσο βήμα πρέπει είναι η προστασία της εργασίας με επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, αύξηση του ελάχιστου μισθού και δημόσια προγράμματα για την απορρόφηση των ανέργων.

Στη βάση αυτή μπορεί να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο, μακριά από το ανούσιο δίπολο ‘κράτος κακό – αγορά καλή’. Ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγή, με απάλειψη των μονοπωλιακών καταστάσεων και δραστικό περιορισμό της ισχύος του μεγάλου κεφαλαίου. Οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει και επιζούν μόνο χάρη στον υπέρογκο δανεισμό του ελληνικού λαού, ενώ κρατούν τις πιστώσεις περιορισμένες και σημειώνουν υψηλή κερδοφορία. Παράλληλα ο δημόσιος τομέας χρειάζεται πραγματική αναδιάρθρωση και όχι τη σημερινή οπισθοδρόμηση. Χωρίς αποτελεσματικό κράτος με συστηματικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, δεν υπάρχει δυναμική ανάπτυξη.

Αν υπάρξουν τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα μπορεί να μπει σε ενάρετη αναπτυξιακή πορεία, προκρίνοντας τις διεθνώς ‘εμπορεύσιμες’ δραστηριότητες και μειώνοντας τις ‘μη εμπορεύσιμες’, ώστε να βελτιώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Έπεται ότι θα πρέπει να πάψει να ρίχνει το βάρος στον τομέα των υπηρεσιών που δεν ευνοούν ούτε την παραγωγικότητα, ούτε την ανταγωνιστικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η λύση είναι ο πρωτογενής τομέας, αν και η γεωργία χρειάζεται ενίσχυση. 

Η ανάπτυξη θα πατήσει απαρέγκλιτα στο δευτερογενή τομέα γιατί χωρίς βιομηχανική παραγωγή δεν έχουμε μέλλον. Το σχέδιο ανάπτυξης θα πρέπει να έχει όραμα και να εστιάζει σε δευτερογενείς δραστηριότητες με προοπτική. Γιατί να μη δοθεί, για παράδειγμα, έμφαση στον τομέα των νέων τεχνολογιών; Η Ελλάδα έχει άριστο εργατικό δυναμικό, εκπαιδευμένο και στο εξωτερικό με οικογενειακές θυσίες, ενώ ήδη διαθέτει σημαντική υποδομή. Τι μας χρειάζεται το αναπτυξιακό σχέδιο, αν δεν είναι φιλόδοξο;

Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει χωρίς βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή, ούτε όσο η χώρα αποδέχεται το άτεγκτο πλαίσιο ΕΕ και ΟΝΕ. Όσοι παρακολουθούν τα πράγματα με ψύχραιμο μάτι καταλαβαίνουν ότι η σημερινή κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Πλησιάζει το σημείο μηδέν που θα φέρει άλλη πορεία. 




Καβγάς χωρίς στόχο και στρατηγική  

(άρθρο στην Κυριακάτικη  Ελευθεροτυπία 17.11.2013)

Τι ακριβώς διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με την τρόικα; Η Ελλάδα έχει ειλημμένη υποχρέωση να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ το 2014, καθ’ οδόν προς το τεράστιο πλεόνασμα του 4,5% το 2016. Έχει επίσης υπογράψει μέτρα για το ασφαλιστικό, τους δημόσιους υπάλληλους, κλπ., που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί. Για να επιτευχθεί ο στόχος του 1,5% η κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει όσα έχει ήδη δεχθεί, αλλά και να προτείνει νέα μέτρα για το 2014. Που ακριβώς βρίσκεται η ανελαστικότητα και ο δογματισμός της τρόικας, για τον οποίο τόσοι όψιμοι πολέμιοι των μνημονίων ωρύονται στα ΜΜΕ;

Μήπως στο ότι δε δέχεται την εκτίμηση του κ. Στουρνάρα ότι μας λείπουν ‘μόνο’ 500εκ για του χρόνου, ενώ η ίδια εκτιμά ότι το ποσό θα κυμανθεί ίσως και πάνω από 2δις; Θα μου πείτε, μα έχει πέσει τόσο έξω στις προβλέψεις της μέχρι τώρα, γιατί να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας αυτή την εκτίμηση. Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί απέναντι της έχει τον κ. Στουρνάρα που, αν θυμάστε, στην αρχή του 2013 ήταν 100% σίγουρος ότι το Σεπτέμβριο θα είχαμε μπει στην ανάκαμψη. Ας μην παριστάνουν λοιπόν διάφοροι – ιδίως οι ερευνητές των τραπεζών – τους εγκυρότερους γνώστες της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον και πολύ σημαντικότερο, γιατί η τρόικα πρέπει εγκρίνει την επόμενη δόση που οπωσδήποτε θα χρειαστεί η κυβέρνηση. Αυτός που έχει το πορτοφόλι, έχει βαρύνουσα γνώμη …

Εν ολίγοις, αφού η Ελλάδα παραμένει σε καθεστώς που καθορίζεται από τα μνημόνια, η τρόικα τελικά θα υπερισχύσει, όσο κι αν τα προσωρινά ταμειακά διαθέσιμα που δημιούργησε η αυτοκτονική λιτότητα επιτρέπουν στην κυβέρνηση να εμφανίζεται περίπου ως μαχητής του Ρούπελ. Μάταιοι θα αποδειχθούν οι κόποι του καλού κ. Σταϊκούρα που μήνα με το μήνα ανεβάζει το πρωτογενές πλεόνασμα για να πείσει την τρόικα ότι η Ελλάδα αποτελεί πλέον φαινόμενο δημοσιονομικής διαχείρισης. Ήδη εμφανίστηκαν πιέσεις από τις τράπεζες και άλλους παράγοντες για να πάψει η κωμωδία, να επέλθει μια γρήγορη συμφωνία και να εγκριθεί ο προϋπολογισμός για το 2014.    

Η κυβέρνηση επέλεξε να ξεκινήσει έναν καβγά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο με την τρόικα γιατί τη στιγμή αυτή της βρίσκονται διαθέσιμα στα ταμεία, αλλά κυρίως γιατί τρέμει ακόμη και στην ιδέα νέων μέτρων. Το μέλλον της Ελλάδας δεν θα κριθεί από το αν τα μέτρα για το 2014 είναι αξίας 500εκ, 1δις, η και 2δις. Όσο κι αν είναι το ύψος τους τελικά, η χώρα θα παραμείνει στο ίδιο καταστροφικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, χωρίς ίχνος δικιάς της στρατηγικής. Ο καβγάς θα είχε περιεχόμενο μόνο αν η κυβέρνηση δήλωνε καθαρά ότι έχει δικό της σχέδιο για τη λιτότητα, το χρέος και την ανάπτυξη. Η στρατηγική όμως έχει χαραχτεί από την τρόικα που, αφού έχει και τα λεφτά, στο τέλος θα υπερισχύσει. Η κυβέρνηση το γνωρίζει, αλλά επιχειρεί να αποκομίσει κάποια πολιτικά οφέλη, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτό που έρχεται.    

Για μια ακόμη φορά, η ελληνική ελίτ εντυπωσιάζει με το μίγμα κυνισμού, θρασύτητας και φόβου που τη χαρακτηρίζει. Η βαθύτατη κρίση που ξέσπασε το 2010 συντάραξε τα κυρίαρχα στρώματα. Σταδιακά όμως ανέκτησαν το βηματισμό τους και φρόντισαν να προσεταιριστούν τον ξένο παράγοντα με τη γνωστή στάση δουλικότητας και διπροσωπίας. Για να λυθεί, υποτίθεται, η κρίση, υιοθετήθηκαν αλλαγές με τεράστιο κόστος για τη μισθωτή εργασία και τους μικρομεσαίους, οι οποίες ελάχιστα άγγιξαν τα ανώτατα στρώματα. Βαφτίστηκαν ‘μεταρρυθμίσεις’, ενώ στην πράξη πρόκειται για τα κυνικότερα μέτρα προώθησης ταξικών συμφερόντων που έχει γνωρίσει η Ελλάδα από τον εμφύλιο και μετά. Η ελληνική ελίτ επιχειρεί μια συντηρητική αναδιάρθρωση που, αν επικρατήσει, θα δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικής ασφυξίας και εθνικής υποχώρησης για πολλά χρόνια.

Τα πράγματα βρίσκονται σήμερα σε οριακό σημείο γιατί οι ‘μεταρρυθμίσεις’ έχουν προκαλέσει κοινωνικό όλεθρο, οι προοπτικές ανάπτυξης είναι κάκιστες και ο ξένος παράγοντας απαιτεί την εκτέλεση των συμφωνηθέντων. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι περαιτέρω λιτότητα ίσως αποδειχθεί καταστροφική, κοινωνικά και πολιτικά, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη συντηρητική αναδιάρθρωση. Αναγκάζεται έτσι να καταφύγει στο πυροτέχνημα του καβγά με την τρόικα, χωρίς να έχει ανεξάρτητο εθνικό σχέδιο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ο χαμένος δεν θα είναι η τρόικα. 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Εξαιρετικό άρθρο του Στάθη Κουβελάκη, Ελευθεροτυπία, 14 Οκτωβρίου



Υπάρχει τελικά πρόβλημα με το χρέος;

Μπορεί να ακούγεται εξωφρενικό, αλλά στη χώρα όπου μετά τρία χρόνια μνημονιακής «θεραπείας» το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί στο 180% του ΑΕΠ καλλιεργείται η εντύπωση πως το πρόβλημα έχει περίπου τακτοποιηθεί! Αυτό ισχυρίζεται φυσικά η κυβέρνηση. Εφ' όσον η χρηματοδότηση της τρόικας τελειώνει το 2014, η Ελλάδα θα ξαναβγεί υπερήφανα στις αγορές επιδεικνύοντας το πρωτογενές της πλεόνασμα.

Ακόμη κι αν το δεχτούμε, παραμένει όμως το αγκάθι του «χρηματοδοτικού κενού», η κύρια πηγή του οποίου είναι η λήξη χρεολυσίων άνω των 40 δισ. τα επόμενα δύο χρόνια. Για να καλυφθεί πλήρως το ποσό αυτό, φαίνεται ότι θα χρειαστεί επιπλέον τροϊκανή χρηματοδότηση. Το ύψος της οποίας, αν και σαφώς μικρότερο από αυτό των δύο Μνημονίων, κάθε άλλο παρά αμελητέο προβλέπεται να είναι - και σίγουρα πάνω από 10 δισ. Σε κάθε περίπτωση, επιπλέον χρηματοδότηση σημαίνει νέα μέτρα, τα οποία στην ουσία έχουν ήδη δρομολογηθεί και μόνο καταστροφή μπορούν να προσθέσουν στο υπάρχον τοπίο ερειπίων.

Η ιδέα ότι η Ελλάδα με το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος της μπορεί να αντλήσει ποσά αυτής της τάξεως στις αγορές στερείται σοβαρότητας. Το συμπέρασμα είναι απλό: πέρα από άδικο και ταξικό, το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Δυστυχώς όμως, ακόμη και δυνάμεις που συμφωνούν με αυτή τη διαπίστωση δείχνουν να υποτιμούν την έκταση του προβλήματος. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι ναι μεν η επόμενη διετία θα είναι δύσκολη, αλλά ότι μετά το πέρας της η εξυπηρέτηση του χρέους θα κινηθεί σε ανεκτά επίπεδα, γύρω στα 8 δισ. το χρόνο. Αυτό το ποσό αφορά όμως μόνο τα χρεολύσια και όχι τους τόκους που αντιπροσωπεύουν μια επιβάρυνση παρόμοιας τάξης. Συνολικά λοιπόν η εξυπηρέτηση του χρέους θα κινείται ίσως και στα 15 δισ. το χρόνο, ήτοι 6% του ΑΕΠ. Πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους είναι ουτοπικά. Αρα παραμένει το πρόβλημα της αδυναμίας αναχρηματοδότησης στις αγορές μιας χώρας με δυσανάλογα υψηλό δημόσιο χρέος.

Το αδιέξοδο είναι, λοιπόν, δεδομένο και η μόνη λύση είναι το δραστικό «κούρεμα» με όρους ευνοϊκούς για τον οφειλέτη, άρα κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας. Ο στοιχειώδης ρεαλισμός και η συσσωρευμένη διεθνής εμπειρία επί του θέματος λένε ότι, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, απαιτούνται μονομερείς κινήσεις από την πλευρά του. Μόνο η απειλή, και αν χρειαστεί η προσφυγή στη στάση πληρωμών μπορούν να κάμψουν την αντίσταση των πιστωτών -επί του προκειμένου των ευρωπαϊκών οργανισμών που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων- και να αντιστρέψουν έναν ασύμμετρο συσχετισμό.

Αυτή η κίνηση όμως με τη σειρά της θέτει άμεσα το ζήτημα του νομίσματος και αυτό για τρεις, τουλάχιστον, λόγους:

- Γιατί η ΕΚΤ μπορεί να εκβιάσει απειλώντας με διακοπή της παροχής ρευστότητας, όπως έκανε με την Κύπρο.

- Γιατί η ενδεχόμενη στάση πληρωμών σημαίνει κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, που πρέπει άμεσα να εθνικοποιηθεί και να αποκτήσει δυνατότητα άσκησης αυτόνομης χρηματοπιστωτικής πολιτικής.

- Γιατί, τέλος, όλος ο μηχανισμός της ΟΝΕ είναι καθοριστικής σημασίας για την ίδια τη δημιουργία της υπερσυσσώρευσης χρέους.

Ας επιμείνουμε λίγο στο τελευταίο σημείο, που παραπέμπει στο δομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι αν και η διόγκωση του χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) παραπέμπει στους μηχανισμούς της χρηματιστικοποίησης και στο κόστος της διάσωσης των τραπεζών μετά την κρίση του 2008, τα υπερχρεωμένα κράτη βρίσκονται στην περιφέρεια και οι πιστωτές στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.

Ο λόγος είναι ότι αυτές οι χώρες είχαν τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω της απώλειας ανταγωνιστικότητας, τη στιγμή που η Γερμανία παρουσιάζει πρωτοφανή πλεονάσματα. Αυτή η μηχανή παραγωγής αποκλίσεων έχει αλέσει την περιφέρεια, αλλά έχει επίσης προκαλέσει προβλήματα, και μάλιστα εντεινόμενα, σε μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, που βγαίνουν χαμένες από τον ανταγωνισμό με τη Γερμανία.

Μετά το δόγμα του σοκ που εφαρμόστηκε στις χώρες της περιφέρειας με τα Μνημόνια, η υπό γερμανική ηγεμονία Ε.Ε. πιέζει ασφυκτικά τους άλλους «χαμένους» της ΟΝΕ να υποστούν με τη σειρά τους -με ηπιότερη έστω μορφή- τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της συντριβής του εργατικού κόστους και των δημόσιων δαπανών.

Μοναδική ορθολογική απάντηση σε αυτόν τον εφιάλτη είναι το ξήλωμα της «χρεοκρατίας», η διαγραφή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του χρέους και η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών. Και είναι πλέον εμφανές ότι η αξιοπιστία μιας τέτοιας πρότασης προϋποθέτει ότι μονομερείς κινήσεις και εν ανάγκη η έξοδος από το ευρώ αντιμετωπίζονται ως σοβαρά και διαχειρίσιμα ενδεχόμενα και όχι ως προμηνύματα της συντέλειας του κόσμου.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Τρεις διαφορετικές θέσεις για την εθνική οικονομία και το ευρώ

Σημίτης, Δραγασάκης, Λαπαβίτσας



Τρεις διαφορετικές στρατηγικές θέσεις για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η εθνική οικονομία και το ευρώ και ταυτόχρονα τρεις διακριτούς άξονες πολιτικής συζήτησης συνθέτουν οι πρόσφατες τοποθετήσεις των Κώστα Σημίτη,  Γιάννη Δραγασάκη και Κώστα Λαπαβίτσα.
Η στάση απέναντι στους δανειστές, η στρατηγική στη διαπραγμάτευση και η σχέση με την Ευρωζώνη είναι τα σημαντικότερα σημεία των επιχειρημάτων τους, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν στα ΜΜΕ την εβδομάδα που πέρασε. 
(Κώστας Σημίτης Εφημερίδα των Συντακτών 03.11.2013, Γιάννης Δραγασάκης Ρ/Σ 9,84 03.11.2013, Κώστας Λαπαβίτσας Εφημερίδα των Συντακτών 09.11.2013).

Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα των Συντακτών 09.11.2013




“Ηρωϊκές έξοδοι” και “μικρά καλάθια”
Τι να κάνουμε με το ευρώ;


Η διαμάχη με την τρόικα και το καταφανές αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η χώρα, ξανάφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το ευρώ. Έκαναν επίσης φανερή την έλλειψη εθνικού σχεδίου για να βγει η χώρα από την κρίση, καθώς το μόνο σχέδιο που ουσιαστικά υπάρχει είναι αυτό της τρόικας, δηλαδή τα μνημόνια.

Η απουσία εθνικού σχεδίου δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε ένδειξη ελληνικής ανοργανωσιάς, αλλά συνδέεται άμεσα με την απόφαση να παραμείνει η χώρα στην ΟΝΕ. Αν το ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτο, τότε το μόνο εφικτό σχέδιο είναι αυτό της τρόικας, έστω με μικρές παραλλαγές, ή χωρίς τα παιδαριώδη λάθη του πρώτου μνημονίου. Αν θέλουμε να υπάρξει ανεξάρτητο σχέδιο, ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί η χώρα αποτελεσματικά με τους δανειστές της, το θέμα του νομίσματος θα μπει αναπόφευκτα στο τραπέζι.

Τρεις παρατηρήσεις έχουν απόλυτη σημασία στο σημείο αυτό.

Παρατήρηση πρώτη

Το ευρώ είναι βαθύτατα προβληματικό όχι μόνο ως προς τη Ελλάδα, αλλά ως προς ολόκληρη την ευρωζώνη. Το πρόβλημα δεν είναι δυστυχώς ‘τεχνικό’, όπως υποστηρίζουν όσοι θέλουν να διασώσουν το ευρώ με ευρωομόλογα, τραπεζικές ενώσεις, ενεργητική κεντρική τράπεζα, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και τα παρόμοια. Είναι βαθύτατα κοινωνικό: η Γερμανία έχει συμπιέσει την αμοιβή της εργασίας τόσο ώστε να αποκτήσει μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εντός της ευρωζώνης. Το γερμανικό πλεονέκτημα εμφανίστηκε αρχικά ως προς την περιφέρεια, αλλά τώρα έχει γίνει απαγορευτικό και ως προς την Ιταλία και τη Γαλλία.

Το Βερολίνο έχει αρνηθεί ουσιαστικές αλλαγές στην ΟΝΕ γιατί το μεγάλο γερμανικό κεφάλαιο έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από την παρούσα κατάσταση. Δεν αποδέχθηκε καμία από τις έξυπνες ‘τεχνικές’ λύσεις που προτάθηκαν και επέβαλε λιτότητα μεταφέροντας το κόστος προσαρμογής εξ ολοκλήρου στην περιφέρεια. Η πολιτική αυτή είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας, ενώ παράλληλα απέφυγε την άμεση κατάρρευση της ευρωζώνης. Η μόνη χώρα για την οποία η συμμετοχή στην ευρωζώνη δε σημαίνει απουσία εθνικού σχεδίου είναι η Γερμανία, ακριβώς γιατί η ευρωζώνη εξυπηρετεί πλήρως τα γερμανικά συμφέροντα. Η γερμανική πολιτική είναι όμως κοντόφθαλμη. Δημιούργησε τρομακτικές κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στην περιφέρεια, ενώ δεν έλυσε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ιταλίας και της Γαλλίας. Το ευρώ δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο και η επόμενη ευρωκρίση είναι θέμα χρόνου.


Παρατήρηση δεύτερη

Η παραμονή στην ΟΝΕ με οποιοδήποτε κόστος οδήγησε στην ‘εσωτερική υποτίμηση’, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση των αγορών. Το μίγμα αυτό ήταν απόλυτα προβλέψιμο μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ, όπως προβλέψιμα ήταν και τα επακόλουθά του. Αφού η Ελλάδα δεν είχε δικό της σχέδιο και υπάκουσε στις υποδείξεις των δανειστών που ήθελαν πρωτίστως να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακολούθησε οικονομική καταστροφή και κοινωνικός Αρμαγεδδών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εθνική ζημία σε καιρό ειρήνης στην ιστορία της χώρας, καταγεγραμμένη πλέον σε όλους τους επίσημους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους δείκτες. Από την ιστορικά αποτυχημένη αυτή απόφαση, η χώρα θα χρειαστεί δεκαετίες και πολλές γενιές για να ανακάμψει.

Η Ελλάδα έπρεπε από το 2010 να είχε συντάξει ένα εθνικό σχέδιο για την οικονομία και να αποχωρήσει συντεταγμένα από την ΟΝΕ, προχωρώντας ταυτόχρονα σε στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους. Η ελληνική οικονομία δεν είχε ακόμη γονατίσει, ενώ το χρέος ήταν προς ιδιώτες και υπό ελληνική νομοθεσία. Θα ακολουθούσε μια δύσκολη περίοδος, αλλά όχι δυσκολότερη από την καταστροφή που τελικά συνέβη, την οποία ζούμε σήμερα και θα ζήσουμε για τις επόμενες γενιές. Η ύπαρξη εθνικού σχεδίου στη βάση συνειδητής ηγεσίας και κοινωνικής συσπείρωσης θα έβαζαν γρήγορα τη χώρα σε ανάκαμψη. Σε αυτές τις συνθήκες θα υπήρχε η δυνατότητα ουσιαστικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, καθώς και βαθιάς οικονομικής μεταρρύθμισης.


Παρατήρηση τρίτη

Το κενό ανταγωνιστικότητας έχει πλέον σχεδόν κλείσει  ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γερμανία, γιατί έχουν συντριβεί οι μισθοί. Η προσαρμογή όμως έγινε μέσω τεράστιας ανεργίας και καταστροφής του οικονομικού και κοινωνικού ιστού και γι’ αυτό τα αποτελέσματά της θα είναι αναιμικά. Όταν τελειώσει η ύφεση, η Ελλάδα θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει για χρόνια, χαμηλή κατανάλωση, χαμηλές δημόσιες δαπάνες, υψηλή φορολογία, προβληματικές ιδιωτικές επενδύσεις, υψηλή ανεργία, μετανάστευση των πλέον ειδικευμένων και φυσικά, τεράστιο χρέος. Παράλληλα θα υπάρχει απώλεια εθνικής κυριαρχίας, εξασθένιση της δημοκρατίας και εκρηκτικές κοινωνικές αντιθέσεις. Οι δυνατότητες εναλλακτικής πολιτικής μέσα στο ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ είναι αμελητέες.



Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν;

Μια απάντηση μας δίνει ο κ. Σημίτης. Αφού διαπιστώσει ότι η ευρωζώνη δε λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα ανάπτυξης και αλληλεγγύης, μας πληροφορεί ότι η μονόπλευρη αποδέσμευση της Ελλάδας από τις υποχρεώσεις της όπως προτείνουν ‘ορισμένα ελληνικά κόμματα’, είναι εξωπραγματική, αν θέλουμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη. Η δε ‘ηρωική έξοδος’ θα έχει σοβαρότατες αρνητικές επιπτώσεις.

Συνεπώς: «Η μόνη δυνατή για την Ελλάδα στρατηγική είναι η υποβολή καλά επεξεργασμένων και πειστικών προτάσεων για την υπέρβαση του προβλήματος, η εκπόνηση πολιτικών για την ανάπτυξη με συγχρηματοδότηση της Ένωσης, η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και η συνεχής επίμονη διαπραγμάτευση».

Αυτό το συνονθύλευμα - που στην πράξη είναι η πολιτική που ήδη ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά - είναι ότι έχει να προτείνει στην κατεστραμμένη Ελλάδα ο αυθεντικός εκπρόσωπος της κεντροαριστεράς. Χρειάζονται κι άλλες αποδείξεις ιστορικής χρεοκοπίας;

Μια άλλη απάντηση μας δίνει ο κ. Δραγασάκης. Το κόμμα του θα διαπραγματευτεί δυναμικά την ακύρωση του μνημονίου και την αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, εξηγώντας στους απέναντι ότι η παρούσα πολιτική είναι καταστροφική. Θα διεκδικήσει αναπτυξιακή πορεία, έστω κι αν αυτό φέρει ρήξεις, οι οποίες όμως θα είναι εντός της ευρωζώνης. Αυτό που δεν εξηγεί σε μας είναι γιατί, αφού η παραμονή στην ευρωζώνη είναι η βασική του επιλογή, θα τα καταφέρει καλύτερα από τους προηγούμενους; Κάτι θα γνωρίζει όμως δεδομένου ότι προτείνει στον Σύριζα να κρατάει ‘μικρό καλάθι’. Μέσα στην ευρωζώνη μόνο τέτοιο είναι διαθέσιμο.

Στην πραγματικότητα η χώρα δεν έχει άλλο διαπραγματευτικό χαρτί από το να θέσει η ίδια θέμα εξόδου από την ΟΝΕ και παύσης πληρωμών. Μόνο με αυτό το ενδεχόμενο στο τραπέζι μπορεί η Ελλάδα να αποκτήσει ρόλο στη διαπραγμάτευση, αντί να άγεται και να φέρεται από τους δανειστές. Αλίμονό της όμως αν το κάνει χωρίς να το εννοεί και χωρίς να είναι προετοιμασμένη τεχνικά, πολιτικά και ψυχολογικά. Συνεπώς η ύπαρξη εθνικού σχεδίου για την οικονομία είναι σήμερα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ για λόγους κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης.

Η έξοδος θα είναι βέβαια καλύτερα να γίνει με συμφωνία, όπως προσφέρθηκε στην Ελλάδα στο παρελθόν και αυτή την αρνήθηκε. Αλλά η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη και για μονομερείς ενέργειες γιατί πλέον είναι θέμα κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης. Η επιλογή της “συντεταγμένης εξόδου” παραμένει και σήμερα απολύτως εφικτή  και θα ήταν ευχής έργο να μη φτάσει η χώρα εκεί μετά από ακόμη βαθύτερη καταστροφή, με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Αναφορά του διαδικτυακού μέσου Labour List στο συνέδριο του CLASS


500 trade unionists activists, Labour activists, politicians, campaigners and academics from all over the country came to TUC Congress House yesterday for the first National Conference of the Centre for Labour and Social Studies (Class), the independent think tank founded by the trade union movement.

[...] The central theme of Class Conference 2013 was the construction of a new political economy. Billy Hayes, General Secretary of CWU, and others pointed out that Class has a key role to research, analyse and prove that there is a popular and credible alternative to austerity. Conference saw the wheels of this role being set into motion, with practical ideas like housing and education policy being discussed alongside political analysis – like Professor Costas Lapavitsas developing his ideas on financialisation, and Marianna Mazzucato explaining the vital role of the state in innovation.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Η χρηματιστικοποίηση της καθημερινής ζωής πρέπει να αντιμετωπιστεί

Άρθρο του Κ. Λαπαβίτσα στο ιστολόγιο του βρετανικού NewStatesment για την βρετανική οικονομία και τη χρηματιστικοποίηση, με αφορμή την ομιλία του στο συνέδριο του CLASS (Centre for Labour and Social Studies, Unite the Union).


Η χρηματιστικοποίηση της καθημερινής ζωής πρέπει να αντιμετωπιστεί 

Αν δεν μπορέσουμε να αντιστρέψουμε αυτή τη χρηματιστικοποίηση και να δημιουργήσουμε μια υγιή βάση για την ανάπτυξη, οι προοπτικές για τους εργαζόμενους διαγράφονται ζοφερές.

"Η συζήτηση σχετικά με την ανάπτυξη και την οικονομική αναδιάρθρωση στη Βρετανία θα πρέπει να ξεκινήσει από τη θεμελιώδη μεταμόρφωση του καπιταλισμού του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών. H οικονομία της Βρετανίας είναι πλέον έρμαιο στα χέρια του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ή για να το θέσω πιο σωστά, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει "χρηματιστικοποιηθεί", όπως έχουν χρηματιστικοποιηθεί και οι ΗΠΑ αλλά και η Ιαπωνία και η Γερμανία. Η χρηματιστικοποίηση είναι μια βαθιά υποκείμενη αλλαγή και καμία ριζοσπαστική ή σοσιαλιστική οικονομική πολιτική δεν θα έχει νόημα αν δεν το λάβει αυτό υπόψη."

Τι θα έπρεπε να διαπραγματεύεται η κυβέρνηση

Πολεμικός πυρετός εμφανίστηκε στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, καθώς έρχονται οι εχθροί - και σωτήρες - της τρόικας. Κόκκινες γραμμές αναγγέλονται, αλλά δεν ξέρουμε που θα χαραχτούν. Πώς να ξέρουμε, αφού δεν υπάρχει στρατηγική εξόδου από την κρίση εκτός από αυτήν της τρόικας; Η Ελλάδα δεν έχει δικιά της.

Στην ουσία η κυβέρνηση κάνει τακτικούς ελιγμούς επειδή στα ταμεία υπάρχουν χρήματα που της δίνουν ένα περιθώριο μηνών. Ελπίζει να πετύχει κάποια ελάφρυνση της δημοσιονομικής λιτότητας, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα υπαναχωρήσει σε ήδη συμφωνημένα μέτρα, όπως για το ασφαλιστικό. Νομίζει ότι έτσι προετοιμάζει το έδαφος για την πολυπόθητη λύση στο χρέος, αλλά και για άλλη δημοσιονομική πορεία, που ίσως έχουν την καλοσύνη να μας παραχωρήσουν οι δανειστές μετά τις ευρωεκλογές, μιας και οι γερμανικές εκλογές αποδείχτηκαν απατηλό ορόσημο. Πέφτει έξω γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας δε λύνεται με τακτικισμούς. Απαιτεί διαφορετική στρατηγική.

Το ιστορικό σφάλμα της μνημονιακής πλευράς ήταν ότι αποδέχτηκε την ‘εσωτερική υποτίμηση’ που επέβαλε η τρόικα ως τη μόνη εφικτή στρατηγική, προκαλώντας έτσι εθνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Αναφέρομαι βέβαια στους καλόπιστους μνημονιακούς γιατί υπάρχουν και πλήθος άλλοι που εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα συμφέροντα μέσω των μνημονίων. Έστω και τώρα, πρέπει να υπάρξει ανεξάρτητη στρατηγική που θα απορρίπτει την ‘εσωτερική υποτίμηση’ και δε θα σπαταλάει δυνάμεις σε διαμάχες τακτικισμού. Τρεις είναι οι βασικοί της άξονες.