Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η νέα κρίση των αναπτυσσομένων χωρών και η Αργεντινή


Την προηγούμενη εβδομάδα η Αργεντινή υποτίμησε το ‘επίσημο’ πέσο κατά 15%, ενώ το ‘ανεπίσημο’, ή ‘μπλε΄, πέσο υποχώρησε ακόμη περισσότερο. Η κίνηση αυτή έφερε με μιας αναταραχή στις αγορές συναλλάγματος και άλλων αναπτυσσομένων χωρών, όπως η Τουρκία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία. Η ένταση που από μήνες έχει συσσωρευτεί στις διεθνείς συναλλαγές των αναπτυσσομένων χωρών φαίνεται ότι οδηγεί σε νέα συναλλαγματική και χρηματοπιστωτική κρίση, της οποίας η Αργεντινή ίσως αποδειχθεί ο καταλύτης. Οι κεντρικές τράπεζες της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής ήδη ανέβασαν τα επιτόκια για να προστατεύσουν τα νομίσματά τους. Εκεί όμως που τα πράγματα πηγαίνουν ταχέως προς κρίση είναι η Τουρκία, όπου η κεντρική τράπεζα την Τρίτη εκτόξευσε το επιτόκιο των ρέπος από 4,5% σε 10% και το επιτόκιο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού από 7,75% σε 12% σε μια προσπάθεια να σταματήσει την καθίζηση της λίρας.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες ωθούνται σε κρίση για μια ακόμη φορά λόγω της δομής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ρόλου των ΗΠΑ σ’ αυτό. Η γιγαντιαία κρίση του 2007-9 έπληξε μεν τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά το βάρος έπεσε στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού και κυρίως στις ΗΠΑ. Για την αντιμετώπιση της κρίσης κινητοποιήθηκαν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες για περίπου τέσσερα χρόνια δημιούργησαν τεράστια ποσά ρευστότητας με στόχο τη διάσωση των τραπεζών και την αποτροπή βαθιάς ύφεσης. Τα ποσά είναι ιλιγγιώδη. Μόνο στις ΗΠΑ ο Μπεν Μπερνάνκε έχει διαθέσει περίπου 3 τρις δολάρια οδηγώντας τα επιτόκια κοντά στο 0%. Στην ουσία πρόκειται για τεράστια κρατική στήριξη των ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες, αφ’ ενός, απολαμβάνουν πρόσβαση σε πάμφθηνο ρευστό και, αφ’ ετέρου, μπορούν να δανείσουν με υψηλότερο επιτόκιο εξασφαλίζοντας κέρδη. Η κρατική αυτή στήριξη είναι και ο κύριος λόγος ανάκαμψης του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά την κρίση του 2007-9 που σχεδόν έφερε την ολική του καταστροφή. 

Μέρος του πάμφθηνου χρήματος, όπως ήταν φυσικό, κατέληξε στις αγορές των αναπτυσσομένων χωρών. Οι ροές κεφαλαίων ανέκαμψαν δυναμικά μετά το 2009 και οι αναπτυσσόμενες χώρες βρέθηκαν ξανά να έχουν στη διάθεσή τους μεγάλη ρευστότητα από το εξωτερικό. Όταν το χρήμα είναι φθηνό, αυτός που το δανείζεται δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στο που θα το επενδύσει. Ακόμη και στην κατεστραμμένη Ελλάδα έφθασαν τα απόνερα αυτού του κύματος ρευστότητας, κάνοντας διάφορους να μιλούν για κάποιον (πολύ καλά) κρυμμένο δυναμισμό της οικονομίας που ‘βλέπουν οι ξένοι’. 

Πολλά πράγματα έχουν φυσικά αλλάξει στις αναπτυσσόμενες χώρες από την τελευταία μεγάλη τους κρίση, αυτή του 1997-2001. Οι ισοτιμίες είναι πλέον μεταβαλλόμενες και όχι προσδεδεμένες στο δολάριο, υπάρχουν μεγάλα αποθεματικά συναλλάγματος (κυρίως δολαρίου) και έχουν εμφανιστεί μεγάλες εγχώριες αγορές ομολόγων, έχει δηλαδή προχωρήσει η χρηματιστικοποίηση. Η κυριότερη βέβαια διαφορά είναι η εμφάνιση της Κίνας ως τεράστιας αγοράς πρώτων υλών που έχει επιτρέψει σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες να σημειώσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για χρόνια. 

Αλλά η ιδέα ότι οι χώρες αυτές αποτελούν σίγουρη και προσοδοφόρα επένδυση για το φθηνό χρήμα από τις ΗΠΑ και αλλού είναι φυσικά μύθος. Οι αναπτυξιακοί τους ρυθμοί εξαρτώνται από εξωγενείς παράγοντες, ο κυριότερος των οποίων είναι η κινεζική ζήτηση. Από το 2012 και μετά οι επιδόσεις πολλών αναπτυσσομένων χωρών είναι κάτω του μετρίου, καθώς υποχωρεί η ανάπτυξη της Κίνας. Η προβληματικοί ρυθμοί ανάπτυξης δημιουργούν κίνδυνο βίαιης αντιστροφής των εισροών ξένων κεφαλαίων γεννώντας κρίση. Η ανακοίνωση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας το Δεκέμβριο του 2013 ότι πλέον θα περιορίσει τη δημιουργία υπερβολικά φθηνού χρήματος, επέτεινε την ανησυχία για εμφάνιση νέας παγκόσμιας κρίσης που ίσως χαρακτηριστεί από κατάρρευση των ισοτιμιών και εμφάνιση ύφεσης. Αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο η Αργεντινή υποτίμησε το πέσο δραστικά γιγαντώνοντας την αναταραχή στις αγορές συναλλάγματος των αναπτυσσομένων χωρών. 

Το παράδοξο είναι ότι οι παράγοντες που καθόρισαν την απόφαση της Αργεντινής μικρή σχέση έχουν με αυτούς που επηρεάζουν την πορεία των υπολοίπων αναπτυσσομένων χωρών. Τα χρόνια που πέρασαν η Αργεντινή δεν είχε σημαντικές εισροές ξένου κεφαλαίου. Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού το 2001 έκανε παύση πληρωμών και μετά δραστική διαγραφή του χρέους της; Παρά τη συμφωνία που τελικά επήλθε, η χώρα δεν κατόρθωσε να επιστρέψει κανονικά στις αγορές και ο λόγος είναι τα λεγόμενα ‘όρνεα’ των αγορών, κυρίως η εταιρεία Έλιοτ που κατέχει σημαντικό όγκο παλαιών ομολόγων, απαιτεί πλήρη αποπληρωμή και δε δέχεται το διακανονισμό που οι άλλοι δανειστές αποδέχθηκαν. Τα ‘όρνεα’ αυτά έχουν πρόσφατα κερδίσει δικαστικές αποφάσεις στα αμερικανικά δικαστήρια και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν δεν επιτρέπει στην Αργεντινή να επιδιώξει νέο δανεισμό.

Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι λοιπόν η αντιστροφή των διεθνών κεφαλαιακών ροών, αλλά η μεγάλη έξοδος εγχώριου κεφαλαίου. Εδώ τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα και χρειάζεται προσοχή, Το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της παύσης πληρωμών του 2001, όπως βιάστηκαν να πουν με τη γνωστή τους χαιρεκακία οι μνημονιακοί κύκλοι στην Ελλάδα. Είναι γνωστό εξάλλου ότι από το 2010 και μετά δεν έχει υπάρξει ευκαιρία να ειπωθεί κάτι κακό για την Αργεντινή που να έχει αφεθεί ανεκμετάλλευτη από τους μνημονιακούς. Η επωδός είναι πάντα η ίδια: ευτυχώς που δεχθήκαμε την Τρόικα και δεν κάναμε του κεφαλιού μας, όπως  η Αργεντινή. Ουδεμία σχέση έχει όμως αυτή η αποστροφή με την πραγματικότητα. Μετά την παύση πληρωμών και τη βαθιά κρίση του 2002, η Αργεντινή γνώρισε την πιο επιτυχημένη δεκαετία ανάπτυξης στην ιστορία της που συγκρίνεται μόνο με την Κίνα. 

Ο μοχλός ανάκαμψης ήταν η ανάκτηση της εγχώριας αγοράς, αλλά και η έντονη άνοδος των εξαγωγών. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Οι εξαγωγές της Αργεντινής ήταν το 2013 κατά 60% βασισμένες στο αγροτικό τομέα που κυριαρχείται από μεγάλα επιχειρηματικά συγκροτήματα. Οι εισαγωγές, από την άλλη, είναι κατά 80% προϊόντα του δευτερογενούς τομέα. Η χώρα έχει παρουσιάσει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα συνεχώς από το 2003, αλλά τα πλεόνασμα φθίνει, ιδίως το τελευταίο διάστημα. Ο λόγος φαίνεται να είναι η απομείωση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων λόγω της ανόδου του πληθωρισμού που πλέον είναι πάνω από 20%. Τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ως εκ τούτου, πιέζουν από καιρό για μέτρα περιορισμού του πληθωρισμού. Παράλληλα, δεν προχωρούν σε ρευστοποίηση εξαγωγών σόγιας που έχουν ήδη συμφωνηθεί - ύψους 4δις - αλλά προτιμούν να περιμένουν κερδοσκοπώντας με την προοπτική της υποτίμησης.  

Τα αγροτικά συμφέροντα σε συμμαχία με το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο που επιδιώκει την ‘εξομάλυνση’ του χρέους και τη επιστροφή της χώρας στις ‘φυσιολογικές’ δραστηριότητες των παγκοσμίων αγορών, έχουν σταδιακά δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής αναταραχής, με μοχλό την άνοδο του πληθωρισμού την τελευταία διετία. Το αποτέλεσμα είναι έντονη κοινωνική ανησυχία ότι η χώρα κινδυνεύει με κατάρρευση, πράγμα που οδηγεί σε διαρροή κεφαλαίων και άρα σε μεγάλη απώλεια συναλλαγματικών αποθεμάτων. Από περίπου 50δις δολάρια προ διετίας, τα αποθέματα έχουν πέσει κάτω από 30δις σήμερα. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η Αργεντινή συνεχίζει να κάνει πληρωμές στο χρέος της από τα αποθέματά της. Δεδομένου ότι η χώρα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, η ανησυχία της κοινωνίας συντείνει στην εμφάνιση κρίσης.

Στο στόχαστρο των εγχώριων συντηρητικών δυνάμεων, αλλά και των διεθνών καλοθελητών που έχουν ξεσπαθώσει, είναι η ριζοσπαστική κατεύθυνση που έχει πάρει η Αργεντινή τα τελευταία χρόνια, παρά τις αναμφίβολες αδυναμίες της. Το ζητούμενο είναι να φανεί ότι ‘δεν υπάρχει άλλος δρόμος’, ότι όποιος πάει κόντρα ‘στις αγορές’ καταστρέφεται. Η πίεση που δέχεται η κυβέρνηση Φερνάντες και ειδικά ο υπουργός Οικονομικών, Άξελ Κισιλόφ, είναι τεράστια. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις ότι θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις πιέσεις και κινούμενοι ριζοσπαστικά. Η υποτίμηση που πρόσφατα ανακοινώθηκε, όπως και η μερική άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αποτελούν υποχώρηση που δεν πρόκειται να λύσει το εγχώριο πρόβλημα. 

Θα είναι σφάλμα και ήττα των εναλλακτικών δυνάμεων παγκοσμίως, αν η κυβέρνηση Φερνάντες προχωρήσει σε συντηρητικές μεθόδους ελέγχου του πληθωρισμού, με περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και άλλα μέτρα που θα κάνουν την Αργεντινή μια ακόμη ‘φυσιολογική’ χώρα του παγκόσμιου συστήματος. Έχει απόλυτη σημασία να ληφθούν μέτρα δραστικά που θα λύσουν την κρίση προς όφελος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων περιορίζοντας το επιθετικό εγχώριο κεφάλαιο. Από τις αποφάσεις που θα λάβει το Μπουένος Άιρες θα εξαρτηθούν πολλά και για το πώς οι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα αντιμετωπίσουν τη νέα κρίση που τους επιφυλάσσει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Για τη χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού


"Πρόκειται για μια πανοραμική ματιά στο φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης και μια εξαιρετικά διεισδυτική προσέγγιση από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής πολιτικής οικονομίας, από αυτές που σπάνια συναντά κανείς στον κόσμο των οικονομικών επιστημών."

Με αφορμή  την πρόσφατη δημοσίευση  του βιβλίου του Profiting without Producing: How Finance Exploits Us All, ο  Κώστας Λαπαβίτσας συνομιλεί με τον οικονομολόγο Χ. Ι. Πολυχρονίου σε μία εκτεταμένη συνέντευξη για το αμερικανικό ηλεκτρονικό έντυπο «Truthout». 

Ακολουθεί μέρος της συνέντευξης που δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (26.01.2014). 
Ολόκληρη η συνέντευξη στο:




Ερ. Το τοπίο του σύγχρονου καπιταλισμού έχει διαμορφωθεί από το νεοφιλελευθερισμό, την παγκοσμιοποίηση και τη χρηματιστικοποίηση. Τι σημαίνει για εσάς ο όρος «χρηματιστικοποίηση» και με ποιους τρόπους αντιπροσωπεύει ένα νέο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού;

Απ. Η χρηματιστικοποίηση αποτελεί για μένα μια νέα ιστορική περίοδο στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Η μαρξιστική πολιτική οικονομία αναγνωρίζει τρεις μεγάλες περιόδους: τον ελεύθερο καπιταλισμό γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό προς το τέλος του 19ου αιώνα, και τον ιμπεριαλισμό που επικράτησε ίσως μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Τα εβδομήντα χρόνια μετά τον πόλεμο είναι πολύ δύσκολο να ταξινομηθούν, αν μη τι άλλο λόγω της εξαιρετικά μεγάλης περιόδου οικονομικής άνθησης («Long Boom») που διήρκησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης, αυξανόμενα εισοδήματα και μεγαλύτερη ισότητα. Στη συνέχεια υπήρξαν τέσσερις δεκαετίες με πολύ μικρά ποσοστά ανάπτυξης, στάσιμα εισοδήματα και αύξηση των ανισοτήτων. Κατά την άποψή μου, η χρηματιστικοποίηση είναι ένας όρος που χαρακτηρίζει επαρκώς αυτή την περίοδο. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της είναι η εκρηκτική άνοδος του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο έχει διεισδύσει σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, κάτι που δεν υφίσταται στο παρελθόν.

Πιο συγκεκριμένα, κατανοώ τη χρηματιστικοποίηση ως μια ιστορική περίοδο που χαρακτηρίζεται από τρεις στενά συνδεδεμένες τάσεις στο μοριακό επίπεδο της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πρώτον, το μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο  έχει  «χρηματιστικοποιηθεί», δηλαδή έχει άφθονα παρακρατηθέντα κέρδη για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, αλλά συχνά χρησιμοποιεί τα κεφάλαια για συμμετοχή σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σκοπό την αναζήτηση οικονομικού κέρδους. Δεύτερον, οι μεγάλες τράπεζες εμπλέκονται λιγότερο στη χορήγηση δανείων προς το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ αναζητούν κέρδη από συναλλαγές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και από τα άτομα και τα νοικοκυριά. Τρίτον, τα νοικοκυριά έχουν τεθεί σε τροχιά γύρω από τον τομέα του επίσημου χρηματιστικού κεφαλαίου τόσο για λόγους δανεισμού όσο και για την κατοχή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ένας βασικός λόγος είναι η υποχώρηση των δημοσίων παροχών στον τομέα της στέγασης, της εκπαίδευσης, της υγείας, των συντάξεων, και ούτω καθεξής, που συνήθως αντικαθίστανται από ιδιωτικές παροχές. Η ιδιωτική χρηματοδότηση έχει αναδυθεί ως μεσολαβητής της πρόσβασης σε αυτά τα πολύ σημαντικά αγαθά και υπηρεσίες για τα νοικοκυριά και τους μεμονωμένους εργαζόμενους.

Ερ. Πώς σχετίζεται η χρηματιστικοποίηση με τις άλλες δύο δυνάμεις στον σύγχρονο καπιταλισμό -- δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση;

Απ. Βλέπω τον νεοφιλελευθερισμό ως το ιδεολογικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει την οικονομική θεωρία και πολιτική κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών. Έχει καθορίσει το θεσμικό πλαίσιο της χρηματιστικοποίησης μέσω κυρίως της απορρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών εργασίας. Βρίσκω το επιχείρημα του Mirowski ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι εχθρός του κράτους και ότι δεν σηματοδοτεί μια απλή αντίθεση μεταξύ κράτους και αγοράς πολύ πειστικό. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει να κάνει με την κατάληψη και τη χρήση του κράτους με σκοπό την επίτευξη ριζικών αλλαγών υπέρ της αγοράς σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. Η κατάληψη του κράτους από τον νεοφιλελευθερισμό έχει θέσει τις βάσεις για τη χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού. Για να γίνω πιο ακριβής, η χρηματιστικοποίηση θα ήταν αδύνατη χωρίς το κράτος. Η παγκοσμιοποίηση, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο δύσκολο να προσδιοριστεί είτε ως δύναμη είτε ως έννοια. Βεβαίως, έχει υπάρξει μεγάλη διόγκωση  στις  παγκόσμιες αγορές βασικών εμπορευμάτων και σημαντική αύξηση στις ξένες άμεσες επενδύσεις κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, που διευκολύνουν τη διεθνοποίηση της παραγωγής. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, ωστόσο, υπήρξε η έκρηξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και του δανεισμού. Ακόμα και οι άμεσες ξένες επενδύσεις αναφέρονται σε μεγάλο βαθμό στην εγκατάσταση τραπεζικών λειτουργιών στο εξωτερικό. Η παγκοσμιοποίηση, ως εκ τούτου, φαίνεται να αποτελεί ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ιστορικής περιόδου της χρηματιστικοποίησης.

Ερ. Η άνοδος της χρηματιστικοποίησης συμπίπτει με τη διαδικασία αποβιομηχάνισης στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Βλέπετε να υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην κυριαρχία της χρηματιστικοποίησης και την παρακμή της βιομηχανίας;

Απ. Με ιστορικούς όρους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος της χρηματιστικοποίησης συνοδεύεται από χαμηλότερα ποσοστά συσσώρευσης και αύξησης της παραγωγικότητας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πραγματική συσσώρευση αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα και δυσκολίες, ενώ η χρηματοοικονομική συσσώρευση βιώνει εκρηκτική ανάπτυξη. Ωστόσο, δε νομίζω ότι οι δυσκολίες της πραγματικής συσσώρευσης οφείλονται ουσιαστικά στην έκρηξη της χρηματιστικής. Έχουν βαθύτερες ρίζες που σχετίζονται με τις «δυνάμεις της παραγωγής», συμπεριλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών, τις μεταβολές των εργασιακών δεξιοτήτων, καθώς και τις νέες μορφές οργάνωσης των επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια της χρηματιστικοποίησης, οι νέες «δυνάμεις της παραγωγής» δεν συνέβαλαν στη δυναμική και διαρκή επέκταση της πραγματικής συσσώρευσης, αλλά ενθάρρυναν την εκρηκτική αύξηση της χρηματιστικής.
   
Δεν ασπάζομαι την άποψη που κάνει λόγο για  «καλή» βιομηχανία και «κακή» χρηματιστική. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο περίπλοκες, αντανακλώντας αμοιβαία εξάρτηση καθώς και σύγκρουση. Συμμερίζομαι την άποψη του Χίλφερντιγκ και την κλασική μαρξιστική προσέγγιση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, που υπογράμμιζε το γεγονός ότι το βιομηχανικό και το χρηματιστικό κεφάλαιο έχουν αναπτύξει μια συμβιωτική σχέση στον  προηγμένο καπιταλισμό. Παράλληλα, δεν βρίσκω ότι η βιομηχανία και η χρηματιστική έχουν συγχωνευθεί ώστε να σχηματιστεί το λεγόμενο «χρηματιστικό κεφάλαιο», δηλαδή η ειδική μορφή του κεφαλαίου που υποτίθεται ότι χαρακτήριζε την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, το σύγχρονο βιομηχανικό κεφάλαιο είναι όλο και πιο ανεξάρτητο από το τραπεζικό κεφάλαιο - σίγουρα ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις - και είναι σε θέση να χρηματοδοτεί επενδύσεις από τα αδιανέμητα κέρδη. Ωστόσο, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν «χρηματιστικοποιηθεί», δηλαδή εμπλέκονται σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σκοπό την αναζήτηση κέρδους. Η «χρηματιστικοποίηση» των μεγάλων επιχειρήσεων έχει επηρεάσει την εσωτερική τους οργάνωση, καθώς  και τις μακροπρόθεσμες επενδυτικές τους στρατηγικές, με αρνητικούς τρόπους.

Ερ. Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, όμως η συνεισφορά της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας προς το ΑΕΠ περιορίζεται σε μονοψήφια νούμερα. Ωστόσο, το χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως απροκάλυπτα δηλώνει ο υπότιτλος του βιβλίου σας, εκμεταλλεύεται την υπόλοιπη κοινωνία. Τι είναι αυτό που κάνει τις χρηματοοικονομικές αγορές τόσο αναποτελεσματικές και το χρηματιστικό κεφάλαιο τόσο εκμεταλλευτικό; 

Απ. Η χρηματιστική είναι ένας μεσολαβητής και δεν συνεισφέρει καινούργιες ροές αξίας. Ακόμη πιο σημαντικό, συνεισφέρει ελάχιστα στην απασχόληση και ως εκ τούτου στο πρότυπο της μέτρησης του ΑΕΠ. Κατά την άποψή μου, αυτό σχετίζεται με τον εκπληκτικό ρόλο των νέων τεχνολογιών, που έχουν μεταμορφώσει τις λειτουργίες χρηματοδότησης  χωρίς την ανάλογη επέκταση της απασχόλησης. Επιπλέον, η εσωτερική οργάνωση των ιδιωτικών τραπεζικών εταιριών και η κινητοποίηση του δυναμικού των εργαζομένων στις τράπεζες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια όσον αφορά την αποτελεσματικότητα. Η εικόνα του  ιδιωτικού χρηματοοικονομικού τομέα ως το αποκορύφωμα της τεχνολογικής προόδου είναι πολύ παραπλανητική. Ο χρηματοοικονομικός τομέας λειτουργεί, στο σύνολό του, εξαιρετικά  αναποτελεσματικά. Τέλος, ποιο ακριβώς είναι το όφελος της κοινωνίας από την τοποθέτηση υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και πανάκριβης τεχνολογίας στη διάθεση των χρηματοοικονομικών αγορών; Που είναι το  μεγάλο κοινωνικό όφελος από το να είναι σε θέση οι χρηματοοικονομικές αγορές να αξιοποιούν τις αποκλείσεις των τιμών και να καθορίζουν τις τιμές των παραγώγων σε δέκατα του δευτερολέπτου σε όλο τον κόσμο;

Το αξιοσημείωτο πράγμα σχετικά με τον χρηματοοικονομικό τομέα, ωστόσο, είναι ότι δεν είναι απλώς ανεπαρκής αλλά εκμεταλλευτικός με τρόπους που δεν μπορεί να είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο. Πρόκειται για μια αρχέγονη καπιταλιστική δραστηριότητα που προηγείται κατά πολύ χρονικά της δημιουργίας του βιομηχανικού καπιταλισμού και έχει διατηρήσει την πανάρχαια αρπακτική της μορφή. Ο χρηματοοικονομικός τομέας αποσπά κέρδη από οποιοδήποτε χρηματικό εισόδημα και χρηματικό απόθεμα -- τα κέρδη του δεν περιορίζονται στις νέες ροές αξίας που παράγονται ετησίως. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει γίνει ειδικός στο να διαμορφώνει κέρδη μηδενικού αθροίσματος που αφορούν τις μεταβιβάσεις από τον ένα οικονομικό παράγοντα προς τον  άλλον. Τα χρηματοοικονομικά κέρδη συγκροτούν ένα απίστευτο ποσοστό των συνολικών κερδών, ιδίως στις ΗΠΑ, μια χώρα όπου υπάρχουν τα σχετικά στοιχεία. Η εκμεταλλευτική μορφή του χρηματοοικονομικού τομέα σε σχέση με τα νοικοκυριά και τους μεμονωμένους εργαζόμενους είναι επίσης εμφανής. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της χρηματιστικοποίησης, σηματοδοτώντας την ως μια ιστορική περίοδο στην εξέλιξη του καπιταλισμού.

Ερ. Για πολλούς, η αντιμετώπιση της χρηματιστικοποίησης έγκειται στη ρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα. Εσείς, ωστόσο, θεωρείτε προβληματική αυτή τη λύση. Τι άλλες ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν;

Απ. Αντιθέτως, με ότι γενικά πιστεύεται, η περίοδος της χρηματοστικοποίησης χαρακτηρίζεται από έντονες ρυθμίσεις. Είναι αλήθεια ότι έχει υπάρξει εκτεταμένη απορρύθμιση, κυρίως με την άρση των ελέγχων σχετικά με το ύψος των επιτοκίων, τη λειτουργική εξειδίκευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και για τις διεθνείς δραστηριότητες του χρηματοοικονομικού τομέα. Η άρση αυτών των ελέγχων υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την τεράστια επέκταση των χρηματοοικονομικών λειτουργιών τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα, όμως, υπήρξε μια σειρά από νέες ρυθμίσεις στις δραστηριότητες των επιμέρους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως των τραπεζών. Οι συμφωνίες της Βασιλείας, με έμφαση στην κεφαλαιακή επάρκεια, είναι χαρακτηριστικό αυτής της τάσης.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας ρύθμισης είναι ότι έχει διαμορφωθεί από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ο σκοπός της είναι να εξασφαλιστεί η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να αναπτύσσεται και να αποσπά κέρδη. Αυτό δεν συνέβαλε στο παραμικρό στην αποφυγή των χρηματοοικονομικών φουσκών ούτε και επέβαλλε το κόστος των χρηματοπιστωτικών κρίσεων σε αυτούς που ευθύνονταν. Αντίθετα, το σύγχρονο καθεστώς ρύθμισης έχει ως αποτέλεσμα να είναι η κοινωνία αυτή που επωμίζεται το κύριο βάρος των οικονομικών καταστροφών, ενώ τα άτομα που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό τομέα είναι αυτά που έχουν αποκομίσει τα οφέλη της επέκτασης. Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει πολλά πράγματα από τις πολιτικές των ρυθμίσεων του είδους που βλέπουμε εδώ και τέσσερις δεκαετίες τώρα.

Για την αντιμετώπιση της χρηματιστικοποίησης αποτελεί ζωτικής σημασίας η αναγνώριση  ότι δεν αντιπροσωπεύει «πρόοδο» στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η χρηματιστικοποίηση δεν ισοδυναμεί με μια κοινωνικά παραγωγική επέκταση των δυνάμεων της παραγωγής που θα μπορούσε ενδεχομένως να ωφελήσει την κοινωνία αν τίθετο υπό έλεγχο μέσα από μια σειρά τολμηρών μέτρων και παρεμβάσεων. Η χρηματιστικοποίηση πρέπει να αντιστραφεί. Για τον σκοπό αυτό η ρύθμιση από μόνη της δεν είναι αρκετή, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η χρηματιστικοποίηση είναι μια ιστορική περίοδος του καπιταλισμού. Η αντιμετώπιση της χρηματιστικοποίησης εγείρει αναπόφευκτα ζητήματα ιδιοκτησίας, αλλά και ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικών σχέσεων.

Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται ρυθμιστικοί έλεγχοι στις διεθνείς ροές κεφαλαίων, καθώς και στις δραστηριότητες των τραπεζών. Οι ρυθμιστικοί έλεγχοι θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στα επιτόκια. Αλλά είναι σαφές ότι για να είναι αποτελεσματικό ένα τέτοιο καθεστώς ρύθμισης θα πρέπει επίσης να υπάρχει παρέμβαση στη σφαίρα του διεθνούς χρήματος για τον έλεγχο των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αν ελεγχόντουσαν τα επιτόκια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, αυτό θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδίως για τις  αγορές παραγώγων. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι αυτό το είδος παρέμβασης θα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί χωρίς την επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Δεν εννοώ απλά εθνικοποίηση των τραπεζών, αλλά την εισαγωγή νέων δημόσιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα λειτουργούν σε μια κοινοτική και συνεταιριστική βάση, θα ελέγχονται δημοκρατικά και θα διαπνέονται  από το πνεύμα της δημόσιας υπηρεσίας. Εννοείται ότι οι αλλαγές αυτού του είδους πηγαίνουν κόντρα στη φύση των καπιταλιστικών σχέσεων της κοινωνίας. Η εναντίωση στις  καπιταλιστικές σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για την αντιστροφή της χρηματιστικοποίησης των νοικοκυριών, η οποία σαφώς απαιτεί νέες μεθόδους δημόσιας παροχής στον τομέα της στέγασης, της εκπαίδευσης, της υγείας, των συντάξεων, και ούτω καθεξής. Εν ολίγοις, η αντιστροφή της χρηματιστικοποίησης δεν είναι τίποτα λιγότερο από την αναδιάταξη της οικονομίας και της κοινωνίας σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Για μένα, αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του αγώνα σήμερα για τον σοσιαλισμό.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Η κυπριακή Αριστερά διαμορφώνει εναλλακτικό πρόγραμμα


Παρουσιάστηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα τα πρώτα αποτελέσματα της επιστημονικής συνεργασίας του ερευνητικού δικτύου Research on Money and Finance (RMF) και του κυπριακού ερευνητικού Ινστιτούτου Προμηθέας, σχετικά με την πορεία και τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας σήμερα. Στόχος του προγράμματος συνεργασίας είναι η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης, επιστημονικής μελέτης των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην Ευρωζώνη, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού οικονομικού προγράμματος για την κυπριακή οικονομία.

Την εποπτεία του προγράμματος έχει ο Κώστας Λαπαβίτσας.

Οι μελέτες και τα αποτελέσματά τους (αγγλικά και σε ελληνική μετάφραση) στο: 

http://www.researchonmoneyandfinance.org/


* Το υλικό είναι διαθέσιμο για αναδημοσίευση.


Το πρόγραμμα της Κύπρου

Το Σεπτέμβριο του 2013 το ερευνητικό δίκτυο Research on Money and Finance (RMF) στο Λονδίνο και το Ινστιτούτο Προμηθέας στην Κύπρο συμφώνησαν να προχωρήσουν σε συστηματική έρευνα της Ευρωζώνης και της κυπριακής οικονομίας, με συμβολή και άλλων ευρωπαίων ερευνητών. Ο στόχος ήταν να γίνει ολοκληρωμένη μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην Ευρωζώνη, ώστε να διαμορφωθεί εναλλακτικό πρόγραμμα για την Κύπρο.

Στο διάστημα που πέρασε έγινε πλέον φανερό ότι η κυπριακή οικονομία έχει μπει σε βαθύτατη κρίση, με ταχεία συρρίκνωση του ΑΕΠ και εκτίναξη της ανεργίας. Παραμένει άδηλο το πότε τελικά θα σταθεροποιηθεί το ΑΕΠ, ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα ακολουθήσει ταχεία ανάκαμψη. Έπεται ότι η Κύπρος χρειάζεται ριζοσπαστικές εναλλακτικές προτάσεις που θα πατάνε σε ουσιαστική ανάλυση των συνθηκών, ενώ θα είναι εφαρμόσιμες εδώ και τώρα. Μόνο οι κυπριακή Αριστερά έχει τη συγκρότηση και τη θέληση να διαμορφώσει τέτοιες προτάσεις. Όλα τα υπόλοιπα κόμματα έχουν στην ουσία συμβιβαστεί με τις επιταγές της Τρόικας.

Είναι προς τιμή της κυπριακής Αριστεράς ότι επιδιώκει, έστω και με περιορισμένους πόρους, να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα. Το ΑΚΕΛ έχει δείξει ωριμότητα και αποφασιστικότητα που αν υπήρχαν σε άλλα αριστερά κόμματα μεγαλύτερων χωρών πολλά πράγματα θα ήταν ήδη πολύ καλύτερα στην Ευρώπη. Πάνω απ’ όλα, αρνήθηκε να εγκλωβιστεί στο αδιέξοδο της εκ προοιμίου απόρριψης οποιασδήποτε εναλλακτικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει έξοδο από την ΟΝΕ. Με θάρρος αποφάσισε να εξετάσει ανοιχτά όλες τις εκδοχές, ώστε να διαμορφώσει προτάσεις που θα είναι πραγματικά υπέρ των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων.

Τα πρώτα αποτελέσματα της επιστημονικής συνεργασίας RMF-Προμηθέα εμφανίστηκαν ήδη το Δεκέμβριο του 2013, αλλά δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για αρχικές τεχνικές μελέτες των κυπριακού τραπεζικού συστήματος και του δημοσίου χρέους, δηλαδή των δύο καθοριστικών πλευρών της κυπριακής κρίσης.

Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μιλήσει κανείς για ολοκληρωμένη αντιπρόταση, αλλά ήδη διαφαίνεται η χρεοκοπία του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και η έλλειψη πειστικής διεξόδου υπό τις παρούσες συνθήκες. Η καταστροφή είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ και, πάνω απ’ όλα, του ανοίγματος των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Η ελληνική κρίση κατέστρεψε και την Κύπρο, ενώ η καταστροφή ολοκληρώθηκε από την Τρόικα. Διαφαίνεται επίσης, η εξαιρετικά ανησυχητική πορεία του δημοσίου χρέους που εξελίσσεται σε μη βιώσιμο μέγεθος. Οποιαδήποτε ριζοσπαστική πρόταση για την Κύπρο θα πρέπει να προτείνει αποφασιστικές τομές και στα δύο αυτά θέματα. Χωρίς έξοδο από την ΟΝΕ οι δυνατότητες διαφαίνονται εξαιρετικά περιορισμένες.

Η συνεργασία RMF-Προμηθέα έχει μόλις αρχίσει και θα ακολουθήσουν και άλλες επιμέρους μελέτες της κυπριακής οικονομίας στο μέλλον. Υπάρχει επίσης ο στόχος να διαμορφωθούν προτάσεις για την Ευρωζώνη συνολικά, σε συνεργασία φυσικά με οικονομολόγους και ιδρύματα της Ευρώπης. Η Κύπρος μπορεί να παίξει ένα ρόλο τελείως αναντίστοιχο του μεγέθους της ακριβώς λόγω των τραγικών συνθηκών που της επιβλήθηκαν από την Τρόικα. Το πραγματικό πρόβλημα όμως δεν είναι η Κύπρος αλλά η στάση της Αριστεράς στην υπόλοιπη Ευρώπη που μόνο ως αξιοθρήνητη μπορεί να χαρακτηριστεί.


Η ευρωπαϊκή Αριστερά

Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης η ευρωπαϊκή Αριστερά συνολικά - αλλά και τα επιμέρους κομμάτια της - δεν έχει κατορθώσει να αρθρώσει πειστική εναλλακτική πρόταση. Απεναντίας, όλο και περισσότερο αποδέχεται το πλαίσιο που έχει επιβάλλει η ΕΕ, όσο κι αν λεκτικά απορρίπτει τον νεοφιλελευθερισμό, ή διαρρηγνύει τα ιμάτια της περί καπιταλισμού. Βασικός λόγος του ιδεολογικού εγκλωβισμού της είναι ότι μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει πιαστεί στην παγίδα του ευρώ.

Υπάρχει όντως το φετίχ του νομίσματος, μόνο που το έχουν αυτοί που επιθυμούν πάση θυσία να διατηρήσουν το ευρώ. Ποιος εχέφρων άνθρωπος θα ήθελε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες αλλαγής του νομίσματος, αν υπήρχε μια πειστική ριζοσπαστική πορεία υπέρ των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων εντός της ΟΝΕ; Το πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια πορεία ποτέ δεν ήταν εφικτή και έχει γίνει ακόμη λιγότερο στην πορεία της κρίσης, αφού η ΕΕ έχει γίνει πολύ πιο νεοφιλελεύθερη σε όλα τα μέτωπα. Η έξοδος από την ΟΝΕ παραμένει εξαιρετικά πιθανή εκδοχή για μια κυβέρνηση που πραγματικά θέλει να κάνει τομές.

Το φετίχ του νομίσματος, ιδίως στην Ελλάδα, το έχουν αυτοί που στην πραγματικότητα δε θέλουν να κάνουν τομές και τρέμουν την κοινωνική αλλαγή. Κρύβονται έτσι πίσω από ανάλαφρες διαπιστώσεις του τύπου ‘το πρόβλημα δεν είναι το νόμισμα, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις’. Φαίνεται ότι το νόμισμα είναι μια ουσία κενή περιεχομένου, μια πλατωνική μορφή, η οποία αυθαίρετα επικάθεται σε οποιεσδήποτε κοινωνικές σχέσεις βρεθούν κατά τύχη μπροστά της. Γιατί να ασχολείται συνεπώς ένας αριστερός με τα επιφανειακά; Το ζητούμενο είναι να αλλάξει η κοινωνία, να ανατραπεί ο καπιταλισμός. Το θέμα του νομίσματος θα λυθεί από μόνο του. Τελικά, για την ώρα θα μείνουμε στο ευρώ …


Η Ελλάδα

Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή πολιτικής και ριζοσπαστικές τομές σε όλα τα επίπεδα, μόνο που το θέμα τίθεται σήμερα με πολύ διαφορετικό τρόπο από ότι το 2010. Τότε το ζήτημα ήταν να κάνει η χώρα γρήγορα παύση πληρωμών και να βγει από την ΟΝΕ ώστε να αποφευχθεί η τραγωδία. Δυστυχώς στάθηκε αδύνατο καθώς ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε ανεπαρκέστατο. Η Ελλάδα γνώρισε καταστροφή που δεν επιδέχεται σύγκριση με άλλες χώρες οι οποίες αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα, αλλά δεν ήταν δεμένες σε νομισματικό ζουρλομανδύα. Το ζήτημα τώρα όμως είναι διαφορετικό. Η καταστροφή έχει πια συντελεστεί και το πρόβλημα της χώρας είναι να μπορέσει να ξεφύγει από τη μοίρα της στασιμότητας, φτώχειας και ασημαντότητας που της επιφυλάσσουν οι ‘εταίροι’ της στην ΕΕ. Τρεις παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία στο θέμα αυτό.

Πρώτον, θα πρέπει να υπάρξει απαλλαγή από το χρέος το οποίο είναι καταφανώς μη βιώσιμο. Σήμερα είναι περίπου 320 δις, στο μεγάλο όγκο του σε χέρια δημόσιων φορέων και όχι ιδιωτών, με μέση ωριμότητα περίπου 16 χρόνια και μέσο επιτόκιο γύρω στο 2,5%. Η Ελλάδα δε μπορεί να αντιμετωπίσει τα τοκοχρεολύσια γιατί αυτό σημαίνει μόνιμη πολιτική λιτότητας και επιδίωξη τεράστιων πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλά ούτε επαρκεί και μια επιφανειακή αναδιάρθρωση που ίσως το επιμηκύνει κι άλλο, η μειώσει περισσότερο τα επιτόκια. Καμία χώρα με τέτοιο τεράστιο όγκο χρέους – του οποίου οι ξένοι δημόσιοι κάτοχοι έχουν προτεραιότητα στην αποπληρωμή – δε μπορεί να δανειστεί ελεύθερα στις ανοιχτές αγορές. Η Ελλάδα χρειάζεται βαθύτατη διαγραφή του χρέους της σε ποσά που θα κυμαίνονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, συνεχίζει να έχει όπλα για να το απαιτήσει, περιλαμβανομένης της έννοιας του ‘απεχθούς’ χρέους για τα μνημονιακά δάνεια που δόθηκαν με εμφανή πολιτικό καταναγκασμό. Καμία ριζοσπαστική πολιτική δεν είναι εφικτή στη χώρα, χωρίς αυτό το πρώτο βήμα.

Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρξει άρση της λιτότητας και νέα πολιτική ανάπτυξης. Αν δεν υπάρξει αλλαγή στο μίγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και αλλαγή αναπτυξιακής πολιτικής μακριά από τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και τη συντριβή των μισθών, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη. Η κατανάλωση θα παραμείνει χαμηλή, οι επενδύσεις προβληματικές και οι εξαγωγές αδύναμες για χρόνια. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα κυμανθούν, στην καλύτερη περίπτωση στο 2-3% και η ανεργία θα παραμείνει εξαιρετικά υψηλή. Η χώρα θα χάσει μεγάλο μέρος των νέων της και του εκπαιδευμένου προσωπικού της. Ριζοσπαστική πολιτική στα θέματα αυτά σημαίνει να μη δεσμεύεται η χώρα ότι θα επιδιώξει πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά ούτε καν ισοζυγισμένους προϋπολογισμούς. Σημαίνει επίσης εισοδηματική πολιτική που θα επιφέρει άνοδο των μισθών και των συντάξεων. Σημαίνει τέλος δημόσιες επενδύσεις και αλλαγή στη σχέση κράτους και ιδιωτικού τομέα. Δε νοείται ριζοσπαστική πολιτική στην Ελλάδα σήμερα χωρίς να έχει η κυβέρνηση δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία.

Τρίτον, θα πρέπει να εθνικοποιηθούν χωρίς περιστροφές οι τράπεζες. Η διαχείριση της κρίσης της τετραετία που πέρασε έθεσε τις τράπεζες υπεράνω όλων. Ο ελληνικός λαός δανείστηκε τεράστια ποσά για τη διάσωση των τραπεζών, η κερδοφορία τους έχει ανακάμψει, η μονοπωλιακή τους δομή έγινε εντονότερη με αδιαφανείς και πιθανότατα παράνομους τρόπους, αλλά η παροχή πιστώσεων παραμένει εξαιρετικά προβληματική και πανάκριβη. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην προϊούσα αποδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ολόκληρης της ΟΝΕ που έχει φέρει μεγάλες αποκλίσεις στα επιτόκια. Εν μέρει όμως οφείλεται και στα προβληματικά δάνεια που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η λύση είναι να υπάρξει δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος, να ανοίξουν τα βιβλία, να αποδοθούν ευθύνες και να μπουν οι τράπεζες σε νέα πορεία σε κοινωνική βάση. Καμία ριζοσπαστική πολιτική, με πραγματική παραγωγική αναδιάρθρωση, δεν είναι εφικτή σε άλλη βάση.

Αρκεί η απαρίθμηση και μόνο των βασικών χαρακτηριστικών μιας ριζοσπαστικής πολιτικής για να φανεί ότι, μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ, μια τέτοια κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ούτε το χρέος μπορεί να διαγραφεί ουσιαστικά, ούτε έλεγχος στη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική μπορεί να υπάρξει, ούτε αλλαγή στην πολιτική ανάπτυξης με τόνωση των δημοσίων επενδύσεων και του εισοδήματος. Μια ριζοσπαστική κυβέρνηση, αν δε θέλει να παραδοθεί άνευ όρων και να βρεθεί εκτεθειμένη στη λαϊκή οργή, θα πρέπει να είναι έτοιμη για ρήξη με την ΕΕ, πράγμα που σημαίνει σε πρώτη φάση έξοδο από την ΟΝΕ. Αν όμως δεν υπάρχει σχέδιο και προετοιμασία των λαϊκών στρωμάτων για μια τέτοια εξέλιξη, η προοπτική του χάους και της εμφάνισης αυταρχικών λύσεων δεν είναι καθόλου αμελητέα. Η μελέτη και η προετοιμασία της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα είναι απολύτως απαραίτητα βήματα για μια ριζοσπαστική έξοδο από την κρίση, υπέρ των λαϊκών και στρωμάτων.

Αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη σημασία της πρωτοβουλίας του ΑΚΕΛ και της συνεργασίας RMF-Προμηθέα. Έστω και την τελευταία στιγμή μπορούν να μπουν κάποιες βάσεις για να υπάρξει λύση στην κρίση που πραγματικά θα απορρίπτει την κυρίαρχη ιδεολογία και δε θα τη ντύνει απλώς με άλλα ρούχα. Το πραγματικό εναλλακτικό πρόγραμμα που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα δε μπορεί να γίνει ‘εντός των τειχών’ κάποιου κόμματος και ξαφνικά να ανακοινωθεί στον ανυποψίαστο λαό. 

Για να υπάρξει πρόγραμμα που πραγματικά θα κάνει τις ριζικές τομές που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία απαιτείται ευρεία συμμετοχή από τα κάτω. Έστω και τώρα πρέπει να υπάρξει ανοιχτή συζήτηση, με παρουσίαση τεχνικών αποτελεσμάτων, αλλά και με συνεχή ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών συνεπειών. Όλοι οι άλλοι δρόμοι είτε οδηγούν σε αδιέξοδο, είτε προοιωνίζονται την ήττα των δυνάμεων αλλαγής, με αρνητικές επιπτώσεις για ολόκληρη την κοινωνία. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να φέρει γόνιμες πρωτοβουλίες στο θέμα αυτό.


   

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

J. Habermas - K. Λαπαβίτσας: Δύο βιβλία, μια συγκριτική βιβλιοκρισία

Κριτική του Alex Cistelecan

Για την ευρωπαϊκή κρίση:  [...] ενώ για τον Habermas το ευρωπαϊκό πρόβλημα είναι ηθικό και η λύση του βρίσκεται στο εποικοδόμημα (ή αντίστροφα), για τον Λαπαβίτσα το πρόβλημα είναι πολιτικό και οικονομικό (διαρθρωτικές ανισορροπίες και ταξική κυριαρχία συνταγματικά δομημένη και θεσμοθετημένη ως Ευρωπαϊκή Ένωση) και η λύση θα πρέπει να είναι στο ίδιο επίπεδο.
 

"Με την Kρίση στην Ευρωζώνη, που γράφτηκε από τον Κώστα Λαπαβίτσα και τους συνεργάτες του στο ερευνητικό δίκτυο RMF, έχουμε μια εντελώς διαφορετική οπτική για τη σημερινή  κρίση. Ενώ για τον Habermas τα υλικά προβλήματα και οι αποτυχίες της Ένωσης εμφανίζονται πάντα ξαφνικά - κατά κάποιον τρόπο παρά και παράλληλα με τις μεγάλες αλλαγές και την πρόοδο που συμβαίνει σε θεσμικό και συνταγματικό επίπεδο - με τον Λαπαβίτσα παίρνουμε μια γεύση από τον βαθύ και διαρθρωτικό χαρακτήρα των προβλημάτων αυτών, καθώς και των βαθύτερων αντιφάσεων που εμπεριέχονται στο ευρωπαϊκό νομικό και θεσμικό οικοδόμημα.

Με τον Habermas η κρίση αναλύεται σε σχέση με "αμέλειες" και ενδεχόμενες υποκειμενικές αδυναμίες (των ελίτ, των μέσων ενημέρωσης, των ανθρώπων). Με τον Λαπαβίτσα η κρίση αφορά δομικές αντιφάσεις οι οποίες εκρήγνυνται τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Εξωτερικά ως αυξανόμενα χάσματα μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, ενώ εσωτερικά ως ένας νέος γύρος της ταξικής πάλης "από τα πάνω". Και ενώ για τον Habermas το πλαίσιο που δημιουργήθηκε μετά την κρίση είναι τελικά μια ευπρόσδεκτη ευκαιρία για την αντιμετώπιση αυτών των "ελλείψεων από αμέλεια", για τον Λαπαβίτσα οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν για την καταπολέμηση της κρίσης (πλήρης λιτότητα) δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προέκταση αυτών ακριβώς των πραγμάτων που μας έφεραν εδώ."

Ολόκληρη η βιβλιοκρισία εδώ.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Συλλογή θέσεων για το Ευρώ και την Αριστερά από το Ντι Λίνκε


Der Euro  
und die Linke 

Το Ευρώ και η Αριστερά


Η πιο ενδιαφέρουσα και  ανοιχτή συζήτηση στους κύκλους της ευρωπαϊκής Αριστεράς για το  μέλλον Ευρωζώνης γίνεται την περίοδο αυτή στο γερμανικό κόμμα Ντι Λίνκε. Η γερμανική άρχουσα τάξη έχει από καιρό δείξει την ικανότητα της να εξετάζει το θέμα της ΟΝΕ με ψυχραιμία και χωρίς τις υστερικές φοβίες των ηγετικών στρωμάτων του Νότου. Η γερμανική Αριστερά αν και με σχετική αργοπορία, δείχνει την ικανότητα να θίξει θέματα που η Αριστερά σε άλλες χώρες της Ευρώπης θεωρεί ταμπού. 

Η συμμετοχή μου στη συλλογή που εκδόθηκε από το Ντι Λίνκε το Δεκέμβριο παρουσιάζεται ως:

Es gibt keine realistische Perspektive fur die Reparatur de Eurozone sagt Costas Lapavitsas

Δεν υπάρχει καμία ρεαλιστική προοπτική για να διορθωθεί η Ευρωζώνη, λέει ο Κώστας Λαπαβίτσας

Η πλήρης έκδοση στο:

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Για το μέλλον της Ευρώπης

Δύο παρεμβάσεις του Κώστα Λαπαβίτσα στην ισπανική εφημερίδα El Pais και στη μεγάλη εφημερίδα της Αριστεράς στην Αργεντινής Pagina/12  σχετικά με την πορεία της Ευρώπης.

05.01.2014

Εξαιρετικό άρθρο του Claudi Perez στην ισπανική εφημερίδα El Pais σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Μεταξύ των σημαντικών φωνών που φιλοξενούνται στο άρθρο (Thomas Picketty, Charles Wyplosz, Daron Acemoglu) ο Κώστας Λαπαβίτσας λέει χαρακτηριστικά:


Η ανισότητα διαβρώνει το ευρωπαϊκό σχέδιο


Η κρίση και οι κυρίαρχες οικονομικές πολιτικές διαβρώνουν την κοινωνική συνοχή, τα επίπεδα φτώχειας φτάνουν στα ύψη και διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.


[...] Στην Ευρώπη, το λίκνο του Μαρξ και του Ricardo, το επίπεδο της συζήτησης είναι πολύ χαμηλότερο. Αλλά η συζήτηση ξεκίνησε και εκεί.  Ποιοι μαρξιστές μιλάνε για το θέμα;

Η θέση του Κώστα Λαπαβίτσα, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, είναι ωμή: 

«Οι πολιτικές “διάσωσης” επιδείνωσαν την ανισότητα σε όλες τις πτυχές: στους μισθούς, στις συντάξεις, στην ανεργία, στο κράτος πρόνοιας. Είναι σαφές ότι η ΕΕ δεν είναι πια ένα κεϋνσιανό πρότζεκτ που προβάλει "ήπια δύναμη" μέσω των παροχών πρόνοιας, αλλά ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ που προωθεί τη χρηματιστικοποίηση στην Ευρώπη και προβάλλει "σκληρή" ταξική ισχύ. Η ΟΝΕ είναι ένα νομισματικό σύστημα που συστηματοποιεί μια νέα μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ευρώπη, ελιτίστικης και κοινωνικά αναίσθητης. Με δεδομένες τις πενιχρές προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρώπη, τα πράγματα μπορούν μόνο να πάνε χειρότερα: μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική ανισότητα, η οποία θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την Ευρώπη λόγω των ακραίων πολιτικών φαινομένων που θα εμφανιστούν."

Ολόκληρο το άρθρο:
 http://internacional.elpais.com/internacional/2014/01/05/actualidad/1388953809_021102.html




Άρθρο του Marcelo Justo στη  εφημερίδα της Αργεντινής Pagina/12 για την οικονομική κρίση στην Ευρώπη.
08.01.2014

Χρέος, προσαρμογή και διασώσεις


Η Ευρωζώνη οδεύει προς αδιέξοδο πληρώνοντας το χρέος (93,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για τις 17 χώρες) με ένα μείγμα  λιτότητας και διάσωσης που δεν έχει αποδώσει στα τέσσερα χρόνια.


[...] O οικονομολόγος Κώστας Λαπαβίτσας (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου), συγγραφέας του βιβλίου Profiting without Producing, είπε στην Página/12,  "η Ευρωζώνη οδηγείται σε  αδιέξοδο καθώς επιχειρεί να πληρώσει το χρέος της (93,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για τις 17 χώρες, 4% περισσότερο από ό,τι το 2012) με ένα μείγμα "ρυθμίσεων  διάσωσης", το οποίο δεν έχει αποδώσει στα τέσσερα χρόνια που εφαρμόζεται. Η Ελλάδα είναι το καλύτερο παράδειγμα. Από την πρώτη "διάσωσή" της τον Μάιο του 2010, δεν έχει εγκαταλείψει την ύφεση και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 21%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο, από αυτό που γνώρισε η Αργεντινή όταν βίωσε την κατάσταση που προκάλεσε η νομισματική αλλαγή του 2001-2002. Πέτυχε "η διάσωση" αυτή να βελτιώσει την  εικόνα του χρέους της Ελλάδας; Καθόλου. Το ελληνικό χρέος είναι τώρα 169% του ΑΕΠ.

«Η Ελλάδα βιώνει μια χειρότερη κρίση, από αυτήν που βίωσε η Αργεντινή, που εξελίχθηκε και σε ανθρωπιστική κρίση. Αυξήθηκε η απόλυτη και η σχετική φτώχεια. Η κατάρρευση του συστήματος υγείας, η αδυναμία θέρμανσης, τα κοινωνικά παντοπωλεία ως λύση για τη σίτιση των ανθρώπων, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη" λέει ο Λαπαβίτσας.





Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Για τον Άξελ Κισιλόφ, Υπουργό Οικονομικών της Αργεντινής


Τον Άξελ Κισιλόφ, νέο Υπουργό Οικονομικών της Αργεντινής, το γνώρισα προς το τέλος του 2011. Η παρουσία του ήταν ιδιαίτερα χαρισματική: περίπου σαράντα χρονώ, με έκδηλη αυτοπεποίθηση, αλλά και την αδιόρατη κούραση που φέρνει στο πρόσωπο η εξουσία. Ήταν ντυμένος απλά, χωρίς τα κοστούμια των υπολοίπων. Η έλλειψη γραβάτας λειτουργούσε ως μηχανισμός διαφοροποίησης και επιβολής ισχύος πάνω στους άλλους. Ακριβώς το αντίστοιχο αυτού που συνήθως κάνει η γραβάτα σε όσους δεν τη φοράνε, μόνο που στην περίπτωση του Κισιλόφ η ισχύς πήγαζε από την προσωπικότητά του κι όχι από τα ρούχα.

Φαινόταν καθαρά ότι επρόκειτο για άνθρωπο που βρισκόταν ήδη ψηλά στους μηχανισμούς εξουσίας της Αργεντινής και θα πήγαινε ακόμη ψηλότερα. Ήταν τότε ο υπ’ αριθμόν δύο στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά όλοι γνώριζαν ότι αυτός κατείχε την πραγματική δύναμη και όχι οι αδιάφοροι υπουργοί που μεσολάβησαν μέχρι να αναλάβει τα ηνία. 

Η ισχύς του πήγαζε από ένα συνδυασμό παραγόντων. Σε νεαρότερη ηλικία είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη διάσωση της Αργεντινής από την καταστροφική πολιτική που της επέβαλε το ΔΝΤ κατά τη δεκαετία του 1990, η οποία τελικά οδήγησε σε παύση πληρωμών και σπάσιμο της ισοτιμίας με το δολάριο. Προσωπικός φίλος του Μάξιμο, γιού των Κίρχνερ, ανήκε στους ριζοσπαστικούς κύκλους του αριστερού Περονισμού. Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, με κατάρτιση που είναι πλέον εξαιρετικά σπάνια γιατί είχε διαβάσει Κεϊνς, Μαρξ και Σουμπέτερ, γνώριζε από κοντά τις εναλλακτικές προσεγγίσεις στα οικονομικά και δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα ούτε από τη ρηχή επιστημοσύνη των τεχνοκρατών του ΔΝΤ, ούτε και από τον αλαζονικό ‘τεχνικισμό’ της οικονομολογικής Κουρίας των μεγάλων Αμερικανικών Πανεπιστημίων.  

Το 2011 είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής στην Αργεντινή υπό τη ηγεσία της Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ και ο Κισιλόφ, που ανήκει στους εξ απορρήτων της Κίρχνερ, έπαιζε καίριο ρόλο. Η χώρα φαινόταν διατεθειμένη να πάει προς τα αριστερά για να αντιμετωπίσει τα νέα της προβλήματα και όχι να δεχτεί τις ‘συμβουλές’ του ΔΝΤ και των γνωστών κύκλων της καταστροφής. Στην προεδρία της κεντρικής τράπεζας, η Μερσέντες ντελ Ποντ – οικονομολόγος κι αυτή με πολύ διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων από τους άχρωμους, άοσμους και ανιαρούς τεχνοκράτες που συνήθως επανδρώνουν αυτές τις θέσεις και λειτουργούν ως φερέφωνα των τραπεζών – ήδη διαμόρφωνε πιστωτικούς μηχανισμούς στήριξης του παραγωγικού τομέα. 

Η κίνηση που κατέδειξε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης ήταν φυσικά η εθνικοποίηση το 2012 της εταιρείας πετρελαίου YPF που πλέον ανήκε στον ισπανικό γίγαντα REPSOL. Η Αργεντινή έχει τεράστια κοιτάσματα σχιστολιθικού αερίου (shale gas) που μπορούν να αξιοποιηθούν για να στηρίξουν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα, αλλά απαιτούν μεγάλες επενδύσεις. Η REPSOL για χρόνια ενδιαφερόταν περισσότερο να πληρώνει μερίσματα, παρά να επενδύει στην παραγωγή. Με πρωτοβουλία του Κισιλόφ – και φυσικά απόφαση της Κίρχνερ – η Αργεντινή εθνικοποίησε τη YPF κάνοντας ένα σημαντικό βήμα προς την παραγωγική αναδιάρθρωση. 

Γιατί όμως να τα συζητάμε όλα αυτά στην Ελλάδα του σήμερα που έχει πολύ διαφορετικά προβλήματα; Ο λόγος είναι απλός. Σαν τον δολοφόνο που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, το μνημονιακό στρατόπεδο δε μπορεί να αφήσει το θέμα της Αργεντινής σε ησυχία και συνεχίζει – τέσσερα χρόνια μετά! – να το ανακινεί λέγοντας εξωφρενικές ανοησίες. Καλλιεργείται μια εικόνα της Αργεντινής που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, με τον προφανή στόχο να τρομοκρατείται ο ελληνικός λαός και να παρουσιάζονται οι μνημονιακοί ως σωτήρες της Ελλάδας. 

Η απλή πραγματικότητα έχει ως εξής. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 η Αργεντινή αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα και δέχτηκε ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ, κάτι αντίστοιχο της Τρόικας. Ακολούθησε φυσικά ύφεση της τάξης του 9% το 1999-2001. Η ύφεση οδήγησε σε κατάρρευση των τραπεζών και αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, με επακόλουθο η χώρα να κηρύξει άρνηση πληρωμών και να σπάσει την υποτιθέμενη ακλόνητη ισοτιμία 1:1 με το δολάριο. Όλα έγιναν χωρίς σχέδιο και προετοιμασία, υπό την αδήριτη πίεση των συνθηκών. Το αποτέλεσμα ήταν βαθύτατη ύφεση το 2002, της τάξης του 11%, με μεγάλη πολιτική και κοινωνική αναταραχή. Από το 2003 και μετά όμως – για μια ολόκληρη δεκαετία – η χώρα γνώρισε τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ιστορία της, κοντά στο 8% ετησίως, που μόνο η Κίνα ξεπέρασε την ίδια περίοδο. Πρόκειται για μια από τις εντυπωσιακότερες περιπτώσεις ανάκαμψης στα χρονικά, η οποία διπλασίασε το ΑΕΠ.

Η σύγκριση με την Ελλάδα είναι καταλυτική. Η συνολική συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ το 2008-2013 είναι της τάξης του 25%. Περίπου το 21% της συρρίκνωσης έχει προκύψει κατά την περίοδο που εφαρμόστηκαν τα Μνημόνια που μας ‘διέσωσαν’ και φυσικά μας κράτησαν στο ευρώ, μια τόσο μεγάλη εθνική επιτυχία! Ακόμη χειρότερα όμως, οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ανύπαρκτες. Είναι πιθανό η Ελλάδα ουσιαστικά να λιμνάσει, ενώ δίπλα μας θα επιτελείται κοσμογονία. Τι ακριβώς να συγκρίνει κανείς με την Αργεντινή; 

Θα μου πείτε, υπήρχε καμία εγγύηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε το 2010 να μπει σε πορεία ανάπτυξης Αργεντινής, αν έκανε παύση πληρωμών και έφευγε από το ευρώ; Όχι βέβαια. Τα προβλήματα ήταν πιο σύνθετα και η αρρώστια του κοινωνικού ιστού βαθύτερη. Αλλά δε θα αντιμετωπίζαμε και την τραγωδία που έφεραν τα Μνημόνια, με ανεργία των νέων πάνω από 60%. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι αμείλικτος: το μνημονιακό στρατόπεδο προκάλεσε τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή που γνώρισε η χώρα σε καιρό ειρήνης. 

Η Αργεντινή έχει φυσικά νέα προβλήματα που οφείλονται εν μέρει και σε πλημμελείς δράσεις τα χρόνια που πέρασαν. Παραμένει μια σχετικά φτωχή και βαθιά άνιση χώρα, όπου το μεγάλο κεφάλαιο έχει τεράστια ισχύ και οι μισθωτοί δέχονται πολύπλευρες πιέσεις. Υπάρχει πρόβλημα πληθωρισμού, απομείωσης των συναλλαγματικών αποθεματικών και εμφάνισης εμπορικών ελλειμμάτων. Την περιτριγυρίζουν επίσης τα όρνεα των χρηματοπιστωτικών αγορών που θέλουν ακόμη να αποπληρωθούν πλήρως για όσα ομόλογα κατέχουν και μπορεί να αναγκάσουν τη χώρα να προβεί σε τεχνική (όχι πραγματική) άρνηση πληρωμών. Πάνω απ’ όλα, η Αργεντινή πάσχει από έλλειψη παραγωγικής αναδιάρθρωσης, πράγμα που έπρεπε να είχε γίνει με ριζοσπαστικό τρόπο εδώ και χρόνια. Να δούμε τι θα κάνει το επόμενο διάστημα ο Κισιλόφ, καθώς η πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας θα γίνεται όλο και πιο σκληρή.